Κάποτε οι ινδιάνοι Osage ζούσαν στον ουρανό, σε ένα μέρος μακριά από την Γη. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκαν σχετικά με την καταγωγή τους και έτσι, μερικοί από αυτούς, ξεκίνησαν ένα ταξίδι με σκοπό να ανακαλύψουν από πού προέρχονται. Πρώτα έφτασαν στον Ήλιο, που τους είπε ότι ήταν δικά του παιδιά. Δεύτερος σταθμός του ταξιδιού τους ήταν η Σελήνη, η οποία επιβεβαίωσε τα όσα είπε ο Ήλιος λέγοντας τους ότι ο Ήλιος ήταν ο πατέρας τους και εκείνη η μητέρα τους. Επίσης τους συμβούλεψε να κατέβουν στην γη και εκεί να συνεχίσουν την ζωή τους.
Οι Osage υπάκουσαν και κατέβηκαν στην γη, η οποία όμως εκείνο τον καιρό ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με νερό. Βλέποντας το αυτό και μην μπορώντας να επιστρέψουν στο σπίτι τους στον ουρανό, άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν. Όταν ηρέμησαν λίγο άρχισαν να πετάνε προς κάθε κατεύθυνση μήπως συναντήσουν κάποιο θεό να τους βοηθήσει, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Η γη ήταν έρημη και παντού υπήρχε νερό.
Μαζί τους όμως είχαν ζώα και μεταξύ αυτών και ένα ελάφι. Το ελάφι ενέπνεε τον σεβασμό σε όλα τα ζώα καθώς εκτός από όμορφο ήταν και επιβλητικό. Οι Osage στράφηκαν τότε στο ελάφι και ζήτησαν από αυτό βοήθεια. Εκείνο μετά από σκέψη έπεσε μέσα στο νερό και καθώς βυθιζόταν φώναξε τους ανέμους. Εκείνοι αποκρινόμενοι στο κάλεσμα του, φύσηξαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα έως ότου τα νερά άρχισαν να εξατμίζονται και να μετατρέπονται σε ομίχλη.
Σίγα σιγά η ομίχλη διαλυόταν και εμφανίστηκαν πρώτα κάποιες περιοχές στεριάς γεμάτες σκληρούς βράχους. Οι Osage μαζί με τα ζώα κατάφυγαν αμέσως σε αυτά τα βράχια. Τα νερά όμως υποχωρούσαν συνεχώς και έτσι εμφανίστηκαν και σημεία στεριάς με μαλακό χώμα.
Το ελάφι τότε άρχισε να κυλιέται σε αυτό το χώμα και όσες τρίχες έφυγαν από πάνω του σκάλωσαν στο έδαφος. Οι τρίχες ρίζωσαν και από αυτές βγήκαν οι φασολιές, τα καλαμπόκια, οι πατατιές και σιγά σιγά όλα τα φυτά και δέντρα που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην γη.
Σ.Κ.