Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 στο Ολλανδικό χωριό Γκρουτ Ζούντερτ.
Γιος του προτεστάντη πάστορα Θεόδωρου Βαν Γκογκ και της Άννας Κορνηλίας Καρμπέντους, ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Στην πραγματικότητα πριν τον Βίνσεντ οι γονείς του είχαν αποκτήσει ένα παιδί, το οποίο είχε επίσης βαπτισθεί Βίνσεντ, αλλά πέθανε λίγο μετά την γέννηση του. Ο Βίνσεντ ένιωθε ότι όφειλε την ύπαρξη του στον θάνατο αυτού του παιδιού και αυτό ήταν κάτι που επηρέασε τον ψυχισμό του. Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ένιωθε ανάξιος να αγαπηθεί και ταυτόχρονα αναζητούσε την αγάπη και την προσοχή των άλλων απεγνωσμένα.
Σε ηλικία 12 ετών αποχωρίστηκε την οικογένεια του, πηγαίνοντας στην πόλη Ζαντενμπούργκεν για να σπουδάσει. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1869, έπιασε δουλειά στο υποκατάστημα της Χάγης του Οίκου Γκουπίλ, που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο έργων τέχνης. Υπήρξε υποδειγματικός υπάλληλος με αποτέλεσμα το 1873 να μετατεθεί στο υποκατάστημα του Λονδίνου. Στην Αγγλική πρωτεύουσα ερωτεύθηκε την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, Ευγενία Λόιερ. Ο πρώτος αυτός έρωτας του δεν βρήκε ανταπόκριση και η απογοήτευση αυτή, επιβάρυνε επιπλέον τον ψυχισμό του. Στην συνέχεια μετατέθηκε στο υποκατάστημα του Παρισίου από το οποίο απολύθηκε το 1876.
Μετά το Παρίσι επέστρεψε στην Ολλανδία όπου έπιασε δουλειά ως βοηθός σε ένα βιβλιοπωλείο. Λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της πόλης με σκοπό να σπουδάσει θεολογία. Δεν τα πήγε όμως καλά στις σπουδές του, τις οποίες και εγκατέλειψε ένα χρόνο μετά. Αφήνοντας το Άμστερνταμ πήγε στο Λάεκεν, στο οποίο εκπαιδεύτηκε ως ιεροκήρυκας. Η νέα του ιδιότητα, τον έφερε στην πόλη Βαζμ, όπου κατοικούσαν κυρίως ανθρακωρύχοι. Κοντά τους έμεινε περίπου ένα χρόνο και κατόπιν, το 1880, πήγε στις Βρυξέλλες με σκοπό να γίνει καλλιτέχνης.
Στις Βρυξέλλες γνώρισε τον Αντόν Βαν Ραπάρντ, φοιτητή τότε της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Ο Ραπάρντ έδειξε στον Βαν Γκογκ τις βασικές αρχές της ζωγραφικής. Από τις Βρυξέλλες έφυγε ένα χρόνο αργότερα και στα τέλη του 1881 εγκαταστάθηκε στην Χάγη, φιλοξενούμενος του ξαδέρφου του Αντόν Μοβ. Εκεί άρχισε να καλλιεργεί το ταλέντο του και έκανε την πρώτη σχέση του, με την Σίεν Χούρνικ. Το 1883 έφυγε από την Χάγη και πήγε στην Δρένδη. Στην Δρένδη συνέχισε να ζωγραφίζει αλλά νιώθοντας μοναξιά έφυγε και πήγε στους γονείς του που εκείνη την εποχή είχαν εγκατασταθεί στην πόλη Ντουένεν. Μαζί με τους γονείς του έμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1885. Τον Μάιο του 1885 πέθανε ο πατέρας του Βαν Γκογκ. Όπως είπαμε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο ζωγράφος έφυγε από το Ντουένεν και εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα όπου γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης και άρχισε να μελετά έργα άλλων ζωγράφων.
Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τόσο τις σπουδές του όσο και την Αμβέρσα. Ο Μάρτιος του 1886, τον βρήκε φιλοξενούμενο του αδερφού του Τεό Βαν Γκογκ στο Παρίσι. Με την άφιξη του στην Γαλλική πρωτεύουσα, γράφτηκε ως σπουδαστής στο εργαστήριο του Φερνάντ Κορμόν. Εκεί γνώρισε και έκανε παρέα με πολλούς νέους καλλιτέχνες, ενώ την ίδια περίοδο αποφάσισε να χρησιμοποιεί περισσότερο χρώμα στους πίνακες του, θέλοντας να ζωγραφίζει έργα που θα εκπέμπουν αισιοδοξία αντί για μελαγχολία, όπως αυτά που ζωγράφιζε έως τότε. Ψάχνοντας θέματα για τους πίνακες του, επισκεπτόταν διάφορα σημεία της πόλης, αλλά έκανε και μικρές εκδρομές στα περίχωρα της όπου ζωγράφιζε επί τόπου τα σημεία που τον ενέπνεαν. Δύο χρόνια έζησε έτσι στο Παρίσι και το 1888, έφυγε και εγκαταστάθηκε στην πόλη Άρλ.
Εκεί έκανε λιτή ζωή και ζωγράφιζε συνεχώς. Τα χρήματα που χρειαζόταν για να ζήσει στην πόλη αυτή, της νότιας Γαλλίας, του τα έστελνε ο αδερφός του Τεό από το Παρίσι. Στην Άρλ, συγκατοίκησε για μικρό χρονικό διάστημα με τον ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν. Η συγκατοίκηση αυτή κάθε άλλο παρά ήρεμη υπήρξε. Δύο μήνες μετά την έναρξή της, κατέληξε σε ένα βίαιο επεισόδιο, στο οποίο ο Βαν Γκόγκ απείλησε τον Γκωγκέν με ένα ξυράφι. Την επόμενη ημέρα ο Γκωγκέν είχε εγκαταλείψει την Άρλ, ενώ ο Βαν Γκογκ είχε κόψει, με το επίμαχο ξυράφι, ένα κομμάτι του δικού του αυτιού.
Το 1889 τα ψυχολογικά του προβλήματα εξελίχθηκαν κατά πάσα πιθανότητα σε παράνοια και μανιοκατάθλιψη. Γεγονός είναι ότι ο Βαν Γκογκ άρχισε να έχει παραισθήσεις με αποτέλεσμα να εισαχθεί σε ένα ίδρυμα ψυχικών νοσημάτων στο Σεν Ρεμί. Εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει, κυρίως τοπία, κατά την διάρκεια των περιπάτων που έκανε με την συνοδεία φύλακα. Εκτός από τοπία ζωγράφιζε και αντίγραφα έργων άλλων ζωγράφων. Χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα άφηνε την προσωπική του σφραγίδα σε αυτούς τους πίνακες, εκφράζοντας τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν εκείνη την περίοδο της ζωής του.
Το 1890 έφυγε από το Σεν Ρεμί και νοσηλεύτηκε στο Οβέρ Σιρ Ουάζ, στο Παρίσι, για να βρίσκεται κοντά στον αδερφό του Τεό. Οι δουλειές όμως και τα προβλήματα υγείας του Τεό, δεν του επιτρέπουν να επισκέπτεται συχνά τον αδερφό του. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, αρχίζει να νιώθει εγκαταλελειμμένος, με αποτέλεσμα στις 27 Ιουλίου να αυτοπυροβοληθεί κατά την διάρκεια ενός περιπάτου. Τελικά, άφησε την τελευταία του πνοή, δύο μέρες μετά, στις 28 Ιουλίου του 1890, σε ηλικία μόλις 37 ετών.
Το παρακάτω κείμενο είναι της, Παιδοψυχολόγου και Ζωγράφου, Βάσως Κ. Ηλιάδη. Δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της συγγραφέως του, την οποία και ευχαριστούμε θερμά.
Ο Βενσάν Βαν Γκογκ είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1853, στο Ζίντερτ, ένα μικρό χωριό της Ολλανδικής Βραβάντης, όπου ο πατέρας του ήταν πάστορας αλλά και η μητέρα του είχε κλίση στα γράμματα και τις τέχνες. Ως παιδί ο Βαν Γκογκ ήταν σιωπηλός και είχε κάτι παράξενο στη συμπεριφορά του. Γρήγορα φανέρωσε τον ονειροπόλο και δυσπρόσιτο χαρακτήρα του. Παρά τη μεγάλη του προσήλωση στην οικογένεια, που η ευαίσθητη φύση του είχε απόλυτη ανάγκη, ο μικρός Βίνσεντ προτιμούσε συχνά να μένει μόνος, κυρίως κατά τους μακρινούς περιπάτους του στις επίπεδες εκτάσεις της Ολλανδικής υπαίθρου. Του άρεσε να μελετά τα φυτά ή να παρατηρεί τις συνήθειες μικρών εντόμων. Το μόνο άτομο που του άρεσε να τον συνοδεύει σ’ εκείνους τους περιπάτους ήταν ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδελφός του Τεό, που η συγγενική του ευαισθησία τον έκανε να τον νιώθει κοντά του και με τον οποίο θα διατηρούσε στενές επαφές καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Στο σχολείο δεν είχε καλή επίδοση και οι γονείς του ανησυχούσαν. Έτσι σταματά νωρίς τις σπουδές του. Ο Βαν Γκογκ δεν ξέρει πολύ καλά τι θα του άρεσε να κάνει αλλά η σίγουρη θέση που του προσφέρει ο θείος του από το Παρίσι σε μια μεγάλη πόλη όπως η Χάγη, υπήρξε γι’ αυτόν μοναδική ευκαιρία. Πρόκειται για μια αρκετά ταπεινή εργασία: του ζητούσαν απλά και μόνο να συσκευάζει και να στέλνει βιβλία. Η δουλειά αυτή γίνεται όμως στο εντυπωσιακό περιβάλλον μίας αίθουσας τέχνης που ήταν παράρτημα της Γκαλερί Γκουπίλ του Παρισιού. Στη Χάγη, ο δεκαεξάχρονος τότε Βαν Γκογκ θα φανερώσει ένα προσόν που διαθέτει σε μέγιστο βαθμό: την ικανότητά του να αφομοιώνει το περιβάλλον που τον περιστοιχίζει χάρις στη μεγάλη ευαισθησία και αντίληψη που διαθέτει. Καθώς ασχολείται με τα δέματά του, ακούει να μιλάνε για τέχνη, για λογοτεχνία, βλέπει πίνακες, παρατηρεί τις γκραβούρες και τρέφει την αφυπνισμένη περιέργειά του με διάβασμα και συχνές επισκέψεις στα μουσεία. Άλλωστε, η παιδεία δεν ήταν κενός λόγος στην οικογένειά του. Η μητέρα του, η Άννα Κορνηλία Μπαρμπέντους, κόρη ενός βιβλιοδέτη της Αυλής, αγαπούσε το διάβασμα, πολύ περισσότερο απ’ ότι το σύζυγό της, κι είχε μάλιστα κλίση στο σχέδιο. Ανάμεσα στους προγόνους της οικογένειας βρίσκουμε ακόμη ένα γλύπτη και μερικούς χρυσοχόους.
Το 1873 ο Βαν Γκογκ μεταφέρεται στο λονδρέζικο παράρτημα της Γκαλερί Γκουπίλ. Δέχεται με προθυμία τη μετάθεση αυτή, όχι γιατί πρόκειται για προαγωγή, αλλά γιατί η τυχοδιωκτική ιδιοσυγκρασία του νιώθει πως θα έχει έτσι την ευκαιρία να γνωρίσει καινούργιο περιβάλλον. Έχει ήδη αποκτήσει μια πρώτη ιδέα για το Λονδίνο από τα βιβλία του Ντίκενς, αλλά η άμεση επαφή είναι κάτι διαφορετικό. Και στο πρόσωπο αυτού του αλητάκου που περιφέρεται τώρα στους δρόμους του Λονδίνου και συναντά στις πιο άθλιες συνοικίες διαφόρους ανθρώπινους τύπους που ούτε είχε δει ή φανταστεί στο παρελθόν, αναγνωρίζουμε το ίδιο περίεργο και ονειροπόλο αγόρι που περιπλανιόταν στα αποξηραμένα έλη της πατρίδας του. Όμως ο Βαν Γκογκ δεν είναι πια έφηβος. Στο Λονδίνο ερωτεύεται την κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Γρήγορα, το αντικείμενο των ονείρων του γίνεται αιτία θλίψης, όταν η Ούρσουλα, ήδη κρυφά αρραβωνιασμένη, αποκρούει γελώντας τον Βαν Γκογκ μετά την εξομολόγησή του. Συντετριμμένος, αποφασίζει να εξαγνίσει τον πόνο του τότε στη θρησκεία και να αφιερωθεί στους άλλους. Στο μεταξύ, η δουλειά του τον φέρνει στο Παρίσι.
Βρισκόμαστε στα 1875, κι ο Βαν Γκογκ θα μπορούσε να είναι περήφανος και ευτυχισμένος που εργάζεται τώρα πλέον στην έδρα της περίφημης Γκαλερί Γκουπίλ. Στην πραγματικότητα, μπορεί το Παρίσι να τον βοηθήσει να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον του για την τέχνη, δε θα καταφέρει όμως να τον βγάλει από μια κρίση τόσο συναισθηματική όσο και υπαρξιακή, εξαιτίας της ευάλωτης φύσης του. Επισκέπτεται τις εκθέσεις και τα μουσεία, αλλά περνά τον περισσότερο καιρό του κλεισμένος με ένα φίλο στο δωμάτιό του, διαβάζοντας και σχολιάζοντας τη Βίβλο. Η θρησκεία, μα ιδιαίτερα η ευρύτερη θεολογική περιοχή, τον απασχολούν περισσότερο από καθετί, τον κατατρώγουν σαν ευγενικά πάθη. Δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη δουλειά του, με αποτέλεσμα να τον απολύσουν ή μάλλον να τον πείσουν να υποβάλει την παραίτησή του. Αυτή τη φορά, δεν ακούει ούτε τον Τεό, τον κατ’ εξοχήν συνομιλητή του, που τον εκλιπαρεί ν’ αφιερωθεί στη ζωγραφική κι όχι στη σωτηρία του κόσμου, νιώθοντας ότι αυτή είναι η πρωταρχική του κλίση. Παρά τη απόσταση που τους χωρίζει, ο Τεό διατηρεί μια στοργική σχέση με τον Βαν Γκογκ. Εξακολουθούν ν’ αλληλογραφούν, συναντώνται πότε στην πόλη του ενός, πότε στου άλλου, περνούν μαζί τα Χριστούγεννα στο σπίτι του πατέρα τους, σ’ όποιο χωριό υπηρετεί κάθε φορά. Ο Βαν Γκόγκ συμπληρώνει συχνά τα εμπιστευτικά γράμματα που στέλνει στον αδερφό του, με σχέδια που περιγράφουν τους τόπους και τα πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε επαφή, ή μάλλον κοινωνεί, χάρις σ’ αυτή την ικανότητα κι αδυναμία ταυτόχρονα που του επιτρέπει να ιδιοποιείται τη φυσική και ηθική ατμόσφαιρα που τον περιβάλλει και την άποψή του για όλα αυτά.
Ο Βαν Γκογκ ακολουθεί την παρόρμησή του κι επιστρέφει στην Αγγλία. Προσφέρει τις υπηρεσίες του ως προγυμναστής γαλλικών και γερμανικών σ’ ένα ταπεινό κολέγιο, κατ’ αρχάς στο Κεντ κι έπειτα σε μια φτωχή συνοικία του Λονδίνου. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι επαφές κι όχι η δουλειά αυτή καθεαυτή, που στην πραγματικότητα δεν κάνει και πολύ καλά, εφόσον οι γλωσσικές του γνώσεις είναι μάλλον ανεπαρκείς. Σημασία για κείνον έχει μόνο μια δευτερεύουσα πλευρά των καθηγητικών του καθηκόντων. Είναι επιφορτισμένος με την είσπραξη των διδάκτρων των μαθητών του κολεγίου. Επισκέπτεται λοιπόν τις οικογένειες και γνωρίζει έτσι τις άθλιες λονδρέζικες συνοικίες του Ιστ Εντ και του Γουάτ Τσάπελ. Η ζωή των εργατών της πρώτης βιομηχανικής χώρας στον κόσμο, στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι πολύ σκληρή και σημαδεύει ανεξίτηλα την ψυχή του Βαν Γκογκ. Ενισχύεται η θέληση του ν’ αφιερωθεί στους ταπεινούς κι απόκληρους. Γίνεται βοηθός ενός μεθοδιστή ιερέα, του αιδεσιμότατου Τζόουνς και αρχίζει να κηρύττει στο πλευρό του. Σ’ ένα κήρυγμά του διατυπώνει τη θεωρία ότι ο άνθρωπος είναι ξένος πάνω στη γη και η ζωή του ένα ταξίδι που το συνταράζουν θύελλες. Τα αγγλικά του είναι φτωχά, ο δραματικός τόνος της αλήθειας όμως δονεί τα λόγια του, κι αν καταφέρνει να εκφράσει αυτή την αλήθεια, είναι γιατί την έχει δοκιμάσει στο πετσί του. Είναι αυτός ο ίδιος, ο πρώτος ξένος σ’ αυτή τη γη. Τα λόγια του, αντί ν’ ανακουφίσουν, αναστατώνουν το ακροατήριο των φτωχών στο οποίο απευθύνεται. Όταν λοιπόν επιστρέφει να περάσει τα Χριστούγεννα του 1878 στο σπίτι των γονιών του στο Έτεν, περνά μια βαθιά κρίση και αναζητά μια δύσκολη ισορροπία. Η οικογένεια αποφασίζει να ικανοποιήσει τη θρησκευτική του κλίση. Του παρέχει τα μέσα να εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ, όπου θα παρακολουθήσει τα μαθήματα της θεολογικής σχολής, κι αν πράγματι το επιθυμεί, την ευκαιρία να γίνει πάστορας σαν τον πατέρα του και τον παππού του. Ο Βαν Γκογκ δοκιμάζει νέα απογοήτευση. Παρουσιάζεται στις εισαγωγικές εξετάσεις τον Ιούλιο και αποτυγχάνει. Αντί να παραιτηθεί, αποφασίζει ν’ ακολουθήσει το δρόμο που διάλεξε στο «μεγάλο σχολείο της φτώχειας». Θα ασκήσει τα καθήκοντά του χωρίς επίσημο τίτλο και για το σκοπό αυτό πηγαίνει στο Λέκεν, κοντά στις Βρυξέλλες, σ’ ένα κέντρο εκπαίδευσης λαϊκών κηρύκων. Τρεις μήνες αργότερα -βρισκόμαστε στο Νοέμβριο του 1878- αρχίζει να κάνει κηρύγματα στο Μπορινάζ, στο μεταλλευτικό κέντρο του Βελγίου.
Ο Βαν Γκογκ συμμερίζεται σε όλα τον τρόπο ζωής των μεταλλωρύχων. Τα σχέδια που στέλνει με τα γράμματά του στον αδερφό του πληθαίνουν συνέχεια και απεικονίζουν τον κόσμο τους, που τώρα είναι και δικός του κόσμος. Ο πατέρας του, που νοιάζεται γι’ αυτό το γιό -που κοιμάται κατάχαμα σ’ ένα αχυρόστρωμα και στερείται τα πάντα για να συμπαραστέκεται στους ανίατους ασθενείς-, πηγαίνει να τον συναντήσει. Και τότε ο Βαν Γκογκ αρχίζει να ασχολείται σοβαρά με τη ζωγραφική. Μόλις επιστρέφει στο σπίτι, απλώνει στο χαρτί το περίσσευμα της αγάπης του για τους απόκληρους του κόσμου. Ωριμάζει μέσα του η ιδέα ότι η ζωγραφική μπορεί να γίνει η μοναδική του κατεύθυνση. Μια «θρησκεία ζωής». Την εποχή εκείνη χρονολογείται και η πρώτη του επαφή με τη Γαλλία.
Ο Βαν Γκογκ πηγαίνει στην Κουριέρ, σ’ ένα μεταλλευτικό κέντρο της Βόρειας Γαλλίας, όπου ζει και ζωγραφίζει ο Μπρετόν, τον οποίο θαυμάζει για το κοινωνικό μήνυμα που περιέχουν οι πίνακές του. Δε θα τον γνωρίσει όμως ποτέ, γιατί θα αποχωρήσει από εκεί, σαστισμένος εξαιτίας της υπερβολικής κομψότητα του περιπτέρου στο οποίο εργάζεται ο Μπρετόν. Επιστρέφει έχοντας κρατήσει στο φως των ματιών του και στην ψυχή του την ανάμνηση της διαύγειας του γαλλικού ουρανού. Εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου αρχίζει να μελετά συστηματικά σχέδιο. Μετά από σύσταση του Τεό, που τον παρακολουθεί από μακριά και τον βοηθά οικονομικά, συναναστρέφεται ένα νεαρό ζωγράφο, τον Άντον Φον Ράπαρντ, μαθητή της Ακαδημίας. Ο Βαν Γκογκ μαθαίνει μαζί του τους κανόνες της προοπτικής. Γρήγορα οι δύο νέοι συνδέονται φιλικά και ο Βαν Γκοκγ περνά ευχάριστες ώρες στο ατελιέ του Φον Ράπαρντ. Οι ώρες όμως που περνά στο μικρό ξενοδοχείο του, κοντά στο σταθμό, δεν του προσφέρουν την ίδια άμεση ικανοποίηση. Εξασκείται σχολαστικά, ξανά και ξανά, στο σχέδιο. Μελετά την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και στη συνέχεια προσπαθεί να την εφαρμόσει στις μορφές που συναντά στα βιβλία ανατομίας, στα ανθρώπινα σώματα που σχεδίαζε με μονοκονδυλιές ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο και στο Αμπρουάζ. Όταν λοιπόν επιστρέφει στους δικούς του στο Έτεν, Απρίλιο του 1881, έχει ηρεμήσει αρκετά. Κι εκτός από την υποδοχή της οικογένειάς του ο Βαν Γκογκ ξαναβρίσκει την εξοχή, όπως και την παιδική του φίλη, που τώρα έχει τη δυνατότητα να ζωγραφίσει.
Οι σιταποθήκες, τα χωράφια, τα δάση, οι μύλοι, τα καρότσια, όλα τα γεωργικά εργαλεία, τα μαγαζιά με τα ξυλοπάπουτσα, το σιδεράδικο δεν είχαν μυστικά για τον μικρό Βαν Γκογκ και τώρα ο νεαρός ζωγράφος, χάρις στις πρόσφατες σπουδές του στις Βρυξέλλες, μπορεί να τα καταγράψει με μεθοδικότητα και ευαισθησία. Δουλεύει με μολύβι, πενάκι, κάρβουνο, σινική μελάνη. Σχεδιάζει τους γονείς του και την αδερφή του Βιλελμίνη. Κατόπιν τους χωρικούς που δουλεύουν στα χωράφια. Τα πρόσωπα αυτά έχουν σκληρά χαρακτηριστικά και σίγουρα οι γραμμές του Βαν Γκογκ δε συγκαλύπτουν την κούραση των σωμάτων τους. Καθώς όμως τα αναμορφώνει, χρωματίζοντάς τα με ακουαρέλα, απαλύνει κάπως τις τόσο ρεαλιστικές μορφές. Τώρα πια δουλεύει ακολουθώντας το πρότυπο που του προσφέρει η φύση, όπως του σύστησε ο ξάδερφός του Μοβ, τον οποίο επισκέφτηκε στη Χάγη. Σ’ αυτή την περίοδο του γόνιμου έργου του «διαπράττει το σφάλμα» να ερωτευτεί ξανά και -για άλλη μια φορά- θα πληγωθεί. Πράγματι, η νεαρή ξαδέρφη του Κέις Βος, χήρα, γνωστή της οικογένειας, έχει αποφασίσει να μείνει πιστή στη μνήμη του συζύγου της και αρνείται τον έρωτα του Βαν Γκογκ. Ένας έρωτας που δοκιμάστηκε στη φωτιά, θα μπορούσαμε να πούμε, αν αναφερθούμε στο επεισόδιο κατά το οποίο ο Βαν Γκογκ είχε πάει στο Άμστερνταμ, στους γονείς της Κέι, και τους εκλιπαρούσε να τον αφήσουν να δει την κόρη τους η οποία κρυβόταν. Μάλιστα θέλοντας να αποδείξει την αποφασιστικότητά του κράτησε τον χέρι του για αρκετή ώρα πάνω από τη φλόγα μιας λάμπας πετρελαίου, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Ο Βαν Γκόγκ ξαναφεύγει και τα άδηλα τραύματα που φέρει μέσα του τον κάνουν να υποφέρει πολύ περισσότερο από τα τραύματα του χεριού του. Εγκαθίσταται στα περίχωρα της Χάγης και αρχίζει να ζωγραφίζει δρόμους και κήπους, με αγάπη στη λεπτομέρεια, ακολουθώντας το παράδειγμα των παλιών Ολλανδών δασκάλων που έδιναν βάρος στην ανασύνθεση των επιμέρους στοιχείων για ν’ αποδώσουν καλύτερα την ατμόσφαιρα ενός τόπου. Σ’ αυτό τον βοηθάει και η παλιά του αγάπη για τη χαρακτική. Θαύμαζε από νέος την τέχνη αυτή και είχε μάλιστα καλύψει τους τοίχους του δωματίου του με ανάτυπα από τις πιο γνωστές γκραβούρες.
Τον Ιανουάριο του 1882, στη γειτονιά του στη Χάγη, γνωρίζει μια άλλη γυναίκα, τη Χριστίνα. Τη συναντά στο δρόμο και στρέφει πάνω της τη δίψα του για αγάπη και το αίσθημα αυταπάρνησης που τον διακατέχει. Η Χριστίνα, η επονομαζόμενη Σιέν, είναι πόρνη. Ο Βαν Γκογκ φέρνει σπίτι του την έγκυο Σιέν μαζί με το πρώτο της παιδί. Την κάνει σύντροφό του και μοντέλο του. Το πιο γνωστό πορτραίτο της θα έχει τίτλο «θλίψη» («Sorrow»). Στον πίνακα αυτό η Σιέν απεικονίζεται καθιστή και σκυμμένη με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα. Το δράμα της ζωής της δε φαίνεται στο κρυμμένο της πρόσωπο, αλλά στο γυμνό κορμί της, ζωγραφισμένο χωρίς την παραμικρή προσπάθεια εξωραϊσμού. Αντίθετα, με κάποιο υπέρμετρο αίσθημα ανθρωπιάς. Η σχέση του με τη Χριστίνα δε θα κρατήσει πολύ, χωρίς να ευθύνεται εκείνος γι’ αυτό. Μετά τη γέννηση του δεύτερου γιου της εκείνη ξαναρχίζει να πίνει και οι προσπάθειες του Βαν Γκογκ δεν αρκούν για να τη σώσουν. Όταν εκείνος αποφασίζει να εγκατασταθεί στην εξοχή, η Σιέν δε θα τον ακολουθήσει.
Η άγρια περιοχή του Ντρέντε, όπου ο Βαν Γκογκ πήγε να μείνει, τον θέλγει σε τέτοιο σημείο, που γράφει: «αν δεν μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα, θα προτιμούσα να μην την είχα δει». Μα κι αν η φύση είναι γενναιόδωρη και τον εμπνέει, οι χωρικοί που κατοικούν εδώ είναι, αντίθετα, δύσπιστοι και αφιλόξενοι. Ο Βαν Γκογκ δεν καταφέρνει να συνδεθεί φιλικά μαζί τους, όπως θα επιθυμούσε και όταν έρχεται ο Χειμώνας, μόνος και χωρίς πόρους, αποφασίζει να ξαναφύγει.
Τον Δεκέμβριο του 1883, τον βρίσκουμε στο Νόιεν, όπου ο πατέρας του ασκούσε τότε εκεί το λειτούργημά του. Οι σχέσεις του Βαν Γκογκ με την οικογένειά του είναι τώρα πιο δύσκολες. Αισθάνεται ότι δεν τον καταλαβαίνουν και αποφασίζει να απομακρυνθεί από το πατρικό του σπίτι. Καταφέρνει να νοικιάσει εκεί κοντά δύο δωμάτια, και το ένα από αυτά θα γίνει το ατελιέ του. Το πρώτο του ατελιέ, εφόσον ακόμα και στο πατρικό του δούλευε στο πλυσταριό. Κι εδώ, στα 1885, σ’ ένα δωμάτιο – ατελιέ στο Νόιεν, στο σπίτι του Κ. Σάφραντ, του καλού σκευοφύλακα, ο Βαν Γκογκ, γιος και εγγονός διαμαρτυρόμενων ιερέων, θα δημιουργήσει το περιφημότερο έργο του: Τους πατατοφάγους. Το αριστούργημα δεν γεννιέται τυχαία. Ο Βαν Γκογκ μελέτησε για καιρό την ανθρώπινη μορφή και τα χρώματα της παλέτας του. Οι εμπρεσιονιστές με τις ανάλαφρες και λαμπερές πινελιές είναι της μόδας. Ο Βαν Γκογκ, όμως αναζητεί το προσωπικό του ύφος για να εκφράσει αυτό που αισθάνεται βαθιά μέσα του. Σ’ ένα γέρο χρυσοχόο ενός γειτονικού χωριού, που του ζητάει να διακοσμήσει την τραπεζαρία του με θρησκευτικές παραστάσεις, προτείνει έξι αγροτικές σκηνές που θ’ απεικονίζουν τη διαδοχή των εργασιών στα χωράφια, σε τόπους που θα ταιριάζουν με την ξύλινη επένδυση των τοίχων. Τα σκούρα και μουντά χρώματα είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στην παλέτα του. Το λευκό και οι σπασμένοι τόνοι προσδίδουν μια πολύτιμη φωτεινότητα στις σκοτεινές αυτές χρωματικές αξίες. Καταπιάνεται ξανά με τις ολόσωμες μορφές που τις απεικονίζει στις καθημερινές τους ασχολίες, όπως τη «Χωρική που σκουπίζει». Πολλαπλασιάζει τις σχεδιαστικές σπουδές χεριών και προσώπων, ενώ φιλοτεχνεί ένα σύνολο από πενήντα κεφάλια χωρικών με μια αξιοθαύμαστη δύναμη. Για πίνακες όπως η Νεκρή φύση με πέντε μπουκάλια και κύπελλο εμπνεύστηκε από μπουκάλες, στάμνες και κούπες καθημερινής χρήσης, με απλές φόρμες και όχι από αντικείμενα πολυτελείας. Έτσι όταν αποφασίζει να καταπιαστεί με τους «Πατατοφάγους» του, έχει ήδη βρει το προσωπικό του ύφος.
Ένα χρόνο αργότερα ο Βαν Γκογκ ξαναπαίρνει τους δρόμους. Ίσως να’ ναι ο θάνατος του πατέρα του και η επιθυμία του να βρεθεί κοντά στον αδερφό του. Έρχεται και εγκαθίσταται στο Παρίσι, αλλά η ανήσυχη φύση του τον ωθεί να αναζητήσει μια νέα πάλι περιπέτεια. Θα πάει λοιπόν στη Γαλλία και το νέο του αυτό ταξίδι θα είναι χωρίς επιστροφή. Ο Βαν Γκογκ θα μείνει στο Παρίσι δύο χρόνια, απ’ το 1886 ως το 1888. Εκεί γνωρίζει τον Ντεράλ, τον Σινιάκ, τον Αντετέν, τον Μπερνάρ και τους νέους ζωγράφους που ακολουθούν από κάποια απόσταση τα εμπρεσιονιστικά ρεύματα και ετοιμάζονται να τα ανανεώσουν. Συνδέεται με τον Τουλούζ – Λοτρέκ, θαυμάζει τον Πικάσο και υποτάσσεται στην ισχυρή προσωπικότητα του Γκογκέν. «Ο αέρας της Γαλλίας ξεκαθαρίζει τις σκέψεις και κάνει καλό, πολύ καλό, αφάνταστο καλό», γράφει. Ζει με τον αδερφό του, που διευθύνει μια γκαλερί στην Μονμάρτρη, και συνεχίζει μ’ επιμονή τις μελέτες του. Αντιγράφει τα παλιά του ιχνογραφήματα και δουλεύει με ζωντανά μοντέλα στο ατελιέ του ζωγράφου Κορμόν. Έπειτα ζωγράφισε τον πίνακα «Αγριολούλουδα σε ανθογυάλι», αφού πριν είχε κάνει μία μελέτη γύρω από τα λουλούδια. Αλλά η ζωή του Βαν Γκογκ δεν είναι πάντα «ανθόσπαρτη»! Μαλώνει με το διευθυντή μιας γκαλερί τέχνης. Έχει δύσκολο, παθιασμένο και απόλυτο χαρακτήρα, που και ο ίδιος ο Τέο ανέχεται ώρες – ώρες με δυσκολία. Τα δύο αδέρφια έχουν αφήσει το μικρό διαμέρισμα της οδού Λαβάλ (της σημερινής οδού Βικτόρ – Μερσιέ) και μένουν τώρα σ’ ένα ευρύχωρο σπίτι κοντά στη Μονμάρτρη, που τα παράθυρά του έχουν για θέα τις παρισινές στέγες. Εκτός απ’ τα λουλούδια με τα έντονα χρώματα, ο Βαν Γκογκ αρχίζει ν’ απεικονίζει στους πίνακές του ανθισμένους κήπους, μύλους που του θυμίζουν την παιδική του ηλικία -ο Μύλος της Γκολέτ τον εμπνέει και του αφιερώνει τρεις πίνακες- γοητευτικές γωνιές του Παρισιού και των περιοχών όπως η Γωνιά του πάρκου Βουαγιέ ντ’ Αρζανσόν και η όχθη του Σηκουάνα στην Ανιέρ. Αυτά τα μέρη που σφύζουν από ζωή, τον υποχρεώνουν να χρησιμοποιήσει πιο φωτεινά χρώματα. Οι ανταλλαγές απόψεων που έχει με τους εμπρεσιονιστές φίλους του, κατά τις συναντήσεις τους στα καμπαρέ, του δίνουν διαρκώς νέα ερεθίσματα. Απ’ τις ανταλλαγές αυτές γεννιούνται πίνακες όπως το «Εσωτερικό εστιατορίου» και η «Γυναίκα καθισμένη στο καφενείο Ταμπουρέν», πίνακες που ταιριάζουν με τις προτιμήσεις του Τουλούζ – Λοτρέκ. Ένα άλλο σημαντικό έργο της περιόδου αυτής είναι η προσωπογραφία του Μπαρμπα – Τανγκί, ενός χρωματέμπορα, φίλου των καλλιτεχνών, που συχνά τον πλήρωναν με πίνακές τους, όσους την εποχή εκείνη έμεναν απούλητοι και σήμερα είναι το καύχημα των μεγαλύτερων μουσείων του κόσμου. Στις προσωπογραφίες του ο Βαν Γκογκ θέλει, πάνω απ’ όλα, να καταδείξει το χαρακτήρα των μοντέλων του, και αυτό ισχύει ακόμη και για τις αυτοπροσωπογραφίες του. Αμέσως μετά τον Μπαρμπα – Τανγκί κάνει τη δεύτερη Αυτοπροσωπογραφία του.
Τα δύο χρόνια που περνά στο Παρίσι είναι πλούσια σε συναντήσεις και ευνοούν σημαντικά την εξέλιξη του ύφους του. Είναι τα ευτυχισμένα χρόνια. Νιώθει πια μεγάλος ζωγράφος και μάλλον το ξέρει. Όμως δε σταματά. Όταν επισκέφθηκε το φίλο του Εμίλ Μπερνάρ στην Ανιέρ, πήρε μια πρώτη «γεύση» της γαλλικής υπαίθρου. Θέλει λοιπόν να ξαναπάει για ν’ αφεθεί σ’ αυτή τη νέα πηγή έμπνευσης. Εγκαταλείπει τον αδερφό του, αφήνοντάς τον επιτέλους ελεύθερο, και φεύγει για την Προβηγκία, που δεν τη γνωρίζει μα τη φαντάζεται σαν παράδεισο. Η πρώτη εικόνα που έχει απ’ το Νότο είναι η θέα ενός χιονισμένου τοπίου, μια χειμωνιάτικη μέρα στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1888. Όταν αργότερα το άσπρο χαλί εξαφανίζεται, ο Βαν Γκογκ έχει την εντύπωση ότι μερικές νιφάδες χιονιού έχουν μείνει μέσα στα μπουμπούκια που ανθίζουν στα κλαριά των δέντρων. Οι γιαπωνέζικες γκραβούρες που ο Βαν Γκογκ είδε στο Παρίσι, επηρεάζουν το καλλιτεχνικό του όραμα. Ζει στην Αρλ και ονειρεύεται να ιδρύσει, στη μικρή αυτή πόλη που έχει τον καθαρότερο ουρανό που είδε ποτέ, ένα καταφύγιο για καλλιτέχνες, επιθυμία που πάντα ήθελε να πραγματοποιήσει. Ονειροπολεί και ζωγραφίζει μέρα και νύχτα. Το τοπίο της Προβηγκίας δίνει διαρκώς τροφή στην έμπνευσή του. Αφομοιώνει αχόρταγα το περιβάλλον που τον περιστοιχίζει. Απαθανατίζει το κρυστάλλινο φως της Αρλ στην «κρεμαστή γέφυρα». Απεικονίζει τη ηλιόλουστη εξοχή της Προβηγκίας, όπου το στάρι μοιάζει πιο κίτρινο απ’ οπουδήποτε αλλού, σε αρκετούς πίνακες, όπως στην Πεδιάδα της Κρο. Ένα βράδυ με μαΐστρο ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζει μεμιάς το καλοκαιρινό δειλινό. Ζωγραφίζει μια δεύτερη παραλλαγή σ’ έναν πίνακα του παλιού του φίλου Εμίλ Μπερνάρ: τις Γυναίκες της Βρετάνης σε πράσινο λιβάδι. Ο Σπορέας κεχριού, έργο ενός μεγάλου ζωγράφου που θαυμάζει απεριόριστα, του γίνεται έμμονη ιδέα με αποτέλεσμα να ζωγραφίσει τελικά τη δική του παραλλαγή.
Θα πάει μέχρι το Σεντ-μαρί-ντε-λα-Μερ και θα ζωγραφίσει τις αγροικίες του (Αγροικίες στο Σεντ-Μαρί) και τις βάρκες του (Βάρκες στο Σεντ-Μαρί). Βαπτίζει μια απ’ αυτές τις βάρκες Αμιτιέ (φιλία). Τη νύχτα, τα εσωτερικά των σπιτιών και οι δρόμοι και τοπία της Προβηγκίας έχουν ξεχωριστή σημασία και ιδιαίτερα χρώματα για το ζωγράφο. Όσοι τον είδαν, μ’ ένα καπέλο στολισμένο μ’ αναμμένα κεριά στο κεφάλι, να στήνει το καβαλέτο του στις όχθες του Ροδανού για να ζωγραφίσει την έναστρη νύχτα, θα κούνησαν το κεφάλι και θ’ αναρωτήθηκαν αν άξιζε τον κόπο. Σήμερα μπορούμε ν’ απαντήσουμε καταφατικά γιατί ξέρουμε ότι οι γεμάτες χρώματα νύχτες, όπως εκείνος μόνο μπορούσε να τις δει είναι αξεπέραστα ζωγραφικά τοπία.
Τώρα πια χρησιμοποιεί έντονα, τολμηρά χρώματα. Στα νυχτερινά καφενεία το κίτρινο είναι κυρίαρχο. Μπορούμε να το δούμε ακόμα και στη Νεκρή φύση. Χρησιμοποιεί έντονα χρώματα και για το έργο «το δωμάτιο του Βαν Γκογκ στην Αρλ». Σ’ αυτή την περίοδο ανήκει και «η καρέκλα του Βαν Γκογκ» και η «πίπα» του. Έπειτα ο Βαν Γκογκ αρχίζει ξανά να ζωγραφίζει πρόσωπα. Ζωγραφίζει τη Μουσμέ και την Αναγνώστρια μυθιστορημάτων. Αντιμετωπίζει δυσκολίες με τα μοντέλα που του ζητάνε πολλά λεφτά και θέλουν παρακάλια για να δουλέψουν μαζί του, αμφισβητώντας την αξία των έργων του. Ο φίλος του Ζοζέφ Ρουλέν, ταχυδρόμος στην Αρλ, θα προθυμοποιηθεί να τον βοηθήσει και θα ποζάρει γι’ αυτόν (Ο ταχυδρόμος Ζοζέφ Ρουλέν), και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, όπως ο αδερφός του Αρμάν (προσωπογραφία του Αρμάν Ρουλέν) και η κυρία Ογκύστ που απεικονίζεται σ’ έναν πίνακα με τίτλο «Η Βάγια».
Στην Αρλ ο Βαν Γκογκ ξαναβρίσκει με χαρά τον Γκογκέν ο οποίος τον απαθανατίζει καθώς ζωγραφίζει τα «Ηλιοτρόπια». Ο Βαν Γκογκ απεικονίζει τα λουλούδια αυτά σαν κλειστές ή μαδημένες μπάλες, και τον απασχολεί έντονα το κίτρινο, που το χρησιμοποιεί εξαντλώντας τις δυνατότητές του. Και αυτή ακριβώς η συνάντηση με τον πιο αγαπητό του φίλο, τον οποίο θεωρεί μεγάλο δάσκαλο, προξενεί την πρώτη σοβαρή κρίση που θα απειλήσει την ψυχική του υγεία. Μένουν μαζί και, εξαιτίας αυτού ακριβώς του καθημερινού και έντονου συγχρωτισμού, ο Βαν Γκογκ απεικόνισε την Αλέα των Αλικάμ, εμπνεόμενος από τον πίνακα του φίλου του. Ο Βαν Γκογκ δεν δέχεται την προσωπογραφία του Γκογκέν. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του και δεν θέλει να ταυτιστεί μ’ αυτό τον άνθρωπο που ζωγραφίζει ηλιοτρόπια με ύφος τρελού. Μετά από έναν άγριο καβγά κι ενώ ο Γκογκέν επιστρέφει στο Παρίσι, κόβει το ένα του αυτί με ξυράφι. Στη συνέχεια θα καταγράψει ο ίδιος αυτό το επεισόδιο της ζωής του στην «Αυτοπροσωπογραφία με Κομμένο το Αυτί».
Στο νοσοκομείο του Σεν-Πολ τον περιθάλπει ένας νεαρός γιατρός, ο δρ. Ρε, που στη συνέχεια θα γίνει ένας από τους πρώτους και ειλικρινέστερους θαυμαστές του. Μόλις αναρρώνει ο Βαν Γκογκ κάνει το πορτραίτο του γιατρού του. όμως δεν έχει ξεπεράσει στο ελάχιστο την ηθική και ψυχολογική του κρίση.
Ο Τέο ετοιμάζεται να παντρευτεί και ο Βαν Γκογκ εισπράττει το γεγονός αυτό ως εγκατάλειψη. Φεύγει, με την υποστήριξη του γιατρού Ρε, ελπίζοντας να θεραπευτεί στο άσυλο του Σεν-Ρεμί-ντε-Προβάνς. Έτσι τελειώνει η περίοδος της Αρλ. Κατά τη διάρκεια της μίας και μοναδικής χρονιάς που κράτησε η εκεί παραμονή του, ζωγραφίζει διακόσιους περίπου πίνακες και καμιά εκατοστή σχέδια. Ο Βαν Γκογκ αποδέχεται την ψυχική του κατάσταση με ηρεμία και καρτερία. Μπορούμε, εντούτοις, να αποκτήσουμε μια ιδέα για το τι γίνεται μέσα του παρατηρώντας την καινούργια Αυτοπροσωπογραφία του. Η ζωγραφική τον βοηθάει. Στον πίνακα με τίτλο «Ο περίπατος των φυλακισμένων» απεικονίζει τα πρόσωπα των καινούργιων συντρόφων της ζωής του και, πιθανότατα, το δικό του. Σε άλλους πίνακες απωθεί τη δραματική του εμπειρία, απεικονίζοντας όψεις του κήπου του ασύλου, που η φαντασία του μετατρέπει σε ήσυχες γωνιές, ζωγραφισμένες σε κάποια περίοδο ευτυχισμένης ανάπαυλας.
Οι κρίσεις ξαναρχίζουν και ωθούν τον Βαν Γκογκ στην απελπισία. Όταν είναι έτσι άσχημα δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει, αλλά μόλις νιώθει καλύτερα ξαναπιάνει το πινέλο. Παράγει εκατόν πενήντα πίνακες και εκατό σχέδια. Η τέχνη του αλλάζει. Το χρώμα δεν έχει πια το ίδιο βάρος. Τώρα τον απασχολούν περισσότερο οι φόρμες που γίνονται κυματιστές και ανήσυχες. Ζωγραφίζει κυπαρίσσια σαν να ήταν φλόγες («Δύο Κυπαρίσσια», «Το Σταροχώραφο με τα Κυπαρίσσια», «Δρόμος με Κυπαρίσσια και Αστέρια»), ουρανούς γεμάτους στροβίλους, κορμούς ελιάς που με τη συστροφή τους αναδεικνύεται ο δυναμισμός τους. Δημιουργεί την τρικυμισμένη αυτή φύση στο δωμάτιό του, όπου «κλείνεται» από ένα σχέδιο του Γκογκέν, τον οποίο εξακολουθεί να θαυμάζει παρά τη ρήξη τους.
Χάρη στη διαμονή του στο Σεν-Ρεμί η υγεία του Βαν Γκογκ αποκαθίσταται γρήγορα. Ο αδερφός του Τεό, παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, του ζητάει να επιστρέψει. Ο Βαν Γκογκ φτάνει στο Παρίσι το Μάιο του 1890. Έχει πια καθιερωθεί καλλιτεχνικά. Ξαναβλέπει με ευχαρίστηση τους παλιούς φίλους του, τον μπάρμπα – Τανγκί, τον Πισαρό, τον Τουλούζ – Λωτρέκ. Στο σπίτι του αδερφού του ξαναβρίσκει τους πίνακες που ζωγράφισε και καθώς αναλογίζεται την πορεία που διήνυσε αισθάνεται ικανοποιημένος. Όμως αυτό είναι μόνο μια ανάπαυλα. Η πόλη τον κουράζει και τον αναστατώνει. Μένει στο Παρίσι τέσσερις μέρες. Στο εξής, η ανάγκη να αμυνθεί στους παροξυσμούς της αρρώστιας θα αποτελέσει το κίνητρο των νέων του περιπλανήσεων.
Στην Οβέρ-σιρ-Ουάζ, όπου πήγε για λόγους υγείας, συνάντησε το γιατρό Γκασέ, ζωγράφο με ψυχή βασανισμένη σαν τη δική του. Ο Γκασέ κρίνει ότι η ζωγραφική είναι η καλύτερη θεραπεία για τον Βαν Γκογκ. Λίγο καιρό αργότερα, το πινέλο του Βαν Γκογκ αποτυπώνει το ανήσυχο πρόσωπο του γιατρού (προσωπογραφία του γιατρού Γκασέ).
Με τα λουλούδια καστανιάς και το βάζο με γαρίφαλα και άσπρους μενεξέδες, δημιουργεί δύο ακόμη έργα με λουλούδια, που διαφέρουν όμως πολύ από τα έργα της παρισινής περιόδου. Τα κίτρινα και τα λαμπερά χρώματα έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους βρίσκουμε χρώματα ζεστά, αλλά πιο συγκρατημένα. Στις «Αχυρένιες στέγες στην Κορντεβίλ» βλέπουμε στο τοπίο που περιβάλλει τον Βαν Γκογκ την παλλόμενη από εντάσεις εξοχή της περιοχής της Οβέρ. Ο Τεό έρχεται να τον επισκεφθεί με τη γυναίκα του και το γιό του. Η συνάντηση αυτή δίνει μεγάλη χαρά στον Βαν Γκογκ. Χαρίζει στον ανιψιό του, που έχει το όνομά του, μία απ’ τις φωλιές πουλιών που μάζευε παιδί και που τις φύλαγε ως φυλαχτό. Εκθέτει στον αδερφό του την επιθυμία του για μια κοινή ζωή, και εκείνος φαίνεται να την εγκρίνει. Σχεδιάζουν να πάρουν ένα σπίτι στην εξοχή και να εγκατασταθούν όλοι μαζί. Κάνουν όνειρα. Ο Τεό όμως έχει οικονομικές δυσκολίες και η υγεία του είναι ασταθής. Καθυστερεί να καταβάλει τα ποσά που συνήθως δίνει στον Βαν Γκογκ. Εκείνος νιώθει εγκαταλελειμμένος γι’ αυτούς και για διάφορους άλλους λόγους. Το δραματικό του «Σταροχώραφο με τα Κοράκια» ανήκει στην περίοδο εκείνη.
Μια και ο αδερφός του δεν έρχεται να τον επισκεφθεί, αποφασίζει να πάει εκείνος να τον βρει στο Παρίσι. Η συνάντησή του με τον αδερφό του και τη νύφη του, μια Κυριακή στις αρχές του Ιουλίου, καταλήγει σε καβγά. Ο Βαν Γκογκ έχει την εντύπωση ότι όλα γκρεμίζονται γύρω του. Ο Γκασέ λείπει για δουλειές και δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Ο Βαν Γκογκ περνά την 14η Ιουλίου ολομόναχος. Σ’ ένα γράμμα του στον Τεό, στις 23 Ιουλίου, του μιλά για τη ματαιότητα της ζωής. Στις 27 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, ο Βαν Γκογκ κατευθύνεται προς τα σταροχώραφα, όπως τόσες άλλες φορές. Δεν έχει όμως μαζί του ούτε πινέλα, ούτε καβαλέτο, μόνο ένα περίστροφο για να χτυπήσει κοράκια. Σε μια στιγμή βαθιάς απελπισίας, το στρέφει στον εαυτό του. Τραυματισμένος κατορθώνει να φτάσει μέχρι το καφενείο Ραβού, όπου έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο. Ο γιατρός Γκασέ ειδοποιείται και σπεύδει να τον σώσει. Διαπιστώνει όμως ότι η σφαίρα δε γίνεται να αφαιρεθεί. Όταν το επόμενο πρωί φτάνει ο Τεό, βρίσκει τον αδερφό του καθισμένο ήσυχα στο κρεβάτι του να καπνίζει την πίπα του. Κουβεντιάζουν όλη τη μέρα στα Ολλανδικά και ξαναβρίσκουν τη συμπόνια του παλιού καλού καιρού. Το βράδυ ο Τεό δε φεύγει. Ξαπλώνει δίπλα του στο ίδιο κρεβάτι. Ο Βαν Γκογκ πεθαίνει έτσι, κοντά στον Τεό, γύρω στη μιάμιση τα ξημερώματα στις 28 Ιουλίου 1890.
(Όταν ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε τον κάπως σκυθρωπό πίνακα της τοπικής εκκλησίας στην Ωβέρ (1890), δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο εφημέριός της θα αρνούταν να τον θάψει στο νεκροταφείο, λίγες εβδομάδες αργότερα, επειδή είχε αυτοκτονήσει. Παρά την κατάσταση του ταραγμένου μυαλού του, που είχε επιδεινωθεί από τα οικονομικά προβλήματα του αδερφού του, ο ζωγράφος ήταν πολύ ήρεμος και διαυγής στις εκτιμήσεις του: «Το κτίριο είναι βιολετί πάνω σ’ έναν ουρανό σε απλό βαθύ μπλε, καθαρό κοβάλτιο, τα παράθυρα με τα χρωματιστά τζάμια φαίνονται σαν γαλάζιες κηλίδες και η στέγη είναι βιολετιά και εν μέρει πορτοκαλιά»).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1) Vincent Van Gogh, Πινακοθήκη Διασήμων Ζωγράφων, εκδόσεις «Αλκυών».
2) Εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη και Ζωή. 3ος Τόμος. Εκδόσεις Χατζηϊακώβου Α.Ε.
3) Εγκυκλοπαίδεια «Το Βήμα». Τόμος 13ος. Εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, 1997.
4) Εγκυκλοπαίδεια «Γεια σας παιδιά». Τόμος 3ος, εκδόσεις «Αυλός».
5) Εγκυκλοπαίδεια «Δομή». Τόμος 3ος, εκδόσεις Δομή, Αθήνα.
6) «Η ζωή και το έργο του Vincent Van Gogh», Τζάνις Άντερσον. (Σε συνεργασία με την Bridgeman Art Library). Μτφρ. Γ. Θωμόπουλος. Εκδόσεις «Μίνωας», 1994. ISBN 960-240-311-X.
7) Hamilton (G.H.), Painting and Sculpture to Europe 1880 to 1940, Pelican History of Art, Penguin Books, Harmohd-sworth, 1972.
8) Rewald (J.), le Postimpressionisme, de Van Gogh a Gauguin, Albin Michel, Paris, 1961.
9) “Ιστορία της Τέχνης Larousse”, εκδόσεις «Βιβλιόραμα». Τόμος 4ος, Αθήνα 1994. ISBN 960-85414-4-1, 960-85414-0-9.