Η σκληρή μοίρα της μοναξιάς.
Ο μεγάλος ζωγράφος που χαρακτηρίστηκε ως πρόδρομος του κυβισμού, Πωλ Σεζάν, γεννήθηκε στο Αίξ της Προβηγκίας στις 19 Ιανουαρίου του 1839 και πέθανε τον Οκτώβριο του 1906, σε ηλικία εξηνταπέντε ετών. Το τραγικό στην περίπτωσή του ήταν πως πέθανε ζωγραφίζοντας, χωρίς να πιστεύουν στην αξία του, ενώ η δόξα και η δικαίωση έφθασαν πολύ αργά γι’ αυτόν.
Ο Πωλ Σεζάν, φοβερά παραγνωρισμένος στην εποχή του υψώνεται σήμερα σε ζωγραφικό μετέωρο και θεωρείται ως η κεντρική φυσιογνωμία του «υστεροεξπρεσσιονισμού». Γι’ αυτό και απ’ όλους του εμπρεσιονιστές ζωγράφους, ο Σεζάν είναι στις μέρες μας ο πιο «ακριβός». Οι πίνακές του στις μεγάλες δημοπρασίες έργων τέχνης φτάνουν τις υψηλότερες τιμές, ενώ τα τελευταία χρόνια η ζήτησή τους και η τιμή τους αυξάνει.
Το Μάιο του 1952 πουλήθηκε μία «νεκρή φύση» γύρω στα 33.000.000 γαλλικά φράγκα. Από τότε δόθηκε το σύνθημα: τον Οκτώβριο του 1958 για το έργο «Το παιδί με το κόκκινο γιλέκο» προσφέρθηκαν από το Λονδίνο 258 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.
Τι θα έλεγε ο ίδιος ο Σεζάν, αν μπορούσε να ξαναζήσει για πολύ λίγο ανάμεσά μας; Κάτι ακόμη περισσότερο: τι θα έλεγαν οι επικριτές της εποχής του για όλα αυτά; Στις μέρες μας, μας φαίνεται κυριολεκτικά απίστευτο ότι μπόρεσαν όσο εκείνος ζούσε, να τον φορτώνουν με τόσες βρισιές και υποτιμητικές κρίσεις. Ακόμη και όταν πέθανε -τον Οκτώβριο του 1906- οι εχθροί του δεν είχαν μαλακώσει. Τον αποκαλούσαν ακόμη «καθαριστή βόθρων», «πτωχόν τω πνεύματι» κ.λ.π. επειδή είχαν αρχίσει να πωλούνται ,κάπως, τα έργα του, άρχισαν να βρίσκουν ότι οι πίνακές του έδιναν την ευκαιρία ν’ ανεβάσουν τις τιμές μερικοί ανενδοίαστοι έμποροι έργων τέχνης. «Δε θα έπαιρνα ποτέ μου, -είπε κάποτε ο Βιγιέτ σε μια έρευνα του «Μερκύρ ντέ Φράνς»-, για να αγοράσω τρία φοβερά μήλα πάνω σ’ ένα πιάτο βρώμικο που θαρρείς ότι γυρίζει στο μπαστούνι ενός ισορροπιστή.
Σίγουρα, λίγοι καλλιτέχνες χτυπήθηκαν όσο ο Σεζάν, με τόση επιμονή μάλιστα. Φυσικά και οι άλλοι εμπρεσσιονιστές φίλοι του χρειάστηκε να παλέψουν, όχι όμως σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ήρθε μια στιγμή που γνώρισαν την απαλότητα της νίκης. Ο ίδιος ο Σεζάν, ωστόσο, είχε μαντέψει ότι μια μέρα η τέχνη του θα νικούσε. Αργότερα ύστερα απ’ το θάνατό του. «Ίσως γεννήθηκα πολύ νωρίς», έλεγε συχνά με μελαγχολία.
Σε όλη του τη ζωή υπέφερε φοβερά από τις κριτικές που τον πλήγωναν βαθύτατα. Πήρε μέρος στις δύο από τις πρώτες εκθέσεις των εμπρεσιονιστών, ύστερα όμως -από το 1877- προτίμησε να αποτραβηχτεί γιατί τον είχαν κυριολεκτικά εξουθενώσει οι άδικες κρίσεις: «Αν επισκεφθείτε την έκθεσή του, με μια γυναίκα που βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα, έγραφε το «Σαριβαρί», περάστε γρήγορα απ’ το πορτραίτο «ανδρικό του Σεζάν». Αυτό το παράξενο κεφάλι, θα της προξενούσε τόση ταραχή, ώστε θα πάθαινε κίτρινο πυρετό ακόμη και το μωρό της, πριν ακόμη βγει στον κόσμο! Τα παιδιά που μουντζουρώνουν χαρτιά όταν παίζουν, ζωγραφίζουν καλύτερα από τον Σεζάν».
Η μοίρα του ήταν βαριά και πικρή. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι πόνεσε σχεδόν όσο και ο Βαν Γκόγκ. Το δράμα του Ολλανδού καλλιτέχνη μας παρουσιάζεται με έναν τρόπο γυμνό, άγριο. Στον Σεζάν ήταν πιο συγκρατημένο, πιο εσωτερικό και με βαθύτερες και διαφορετικές ρίζες. «Είναι φριχτή η ζωή» έλεγε μελαγχολικά ο Σεζάν. Δεν είχε άδικο. Λίγοι άνθρωποι γνώρισαν τη δική του κακοτυχία. Όλα του γύρισαν σε κακό.
Ήταν γιος ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο πατέρας του ο Λευί – Αυγκύστ κατάφερε να αναπτύξει θαυμαστά το εμπόριο των καπέλων στο Αίξ, και αργότερα έγινε τραπεζίτης. Ήταν φοβερά φιλάργυρος. Και κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντική περιουσία. Πέθανε 80 χρονών, αφήνοντας στα τρία παιδιά του (Σεζάν και δύο αδέρφια) τρία εκατομμύρια φράγκα. Θα έλεγε κανείς, ύστερα από αυτό πως τουλάχιστον δεν θα είχε υποφέρει από φτώχεια. Στην πραγματικότητα, μόνο ύστερα απ’ το θάνατο του πατέρα του, δηλαδή ύστερα από τα 47 του χρόνια, πήρε μέρος της πατρικής περιουσίας.
Ο πατέρας του είδε με αφάνταστη λύπη ότι ο γιος του δε λογάριαζε να τον διαδεχτεί στις επιχειρήσεις του. Ήθελε να γίνει ζωγράφος. Γι’ αυτό του έδινε μόνο όσα ήταν τελείως απαραίτητα, για να μην πεθάνει από την πεινά. Με αυτά έπρεπε να συντηρηθεί αυτός, η γυναίκα του και το παιδί του, ν’ αγοράζει μουσαμά και χρώματα. Συχνά βρισκόταν στην ανάγκη να δανείζεται χρώματα, από γνωστό του έμπορο, τον μπαρμπα – Τανγκύ της Μονμάρτρης. Και ήταν ευτυχέστατος, που ο μπακάλης του δέχτηκε να κλείσουν τον λογαριασμό με ένα του πίνακα.
Ο πατέρας του τον είχε εκμηδενίσει με χίλιους τρόπους: του άνοιγε τα γράμματά του, τον υποχρέωνε να βρίσκεται ορισμένη ώρα στο τραπέζι. Κάποτε που βρέθηκε στη Μασσαλία κι έχασε το τρένο για το Αίξ, χρειάστηκε να κάνει πεζός τα τριάντα χιλιόμετρα!
Φυσικά ο πατέρας του ποτέ δε νοιάστηκε για τη ζωγραφική του γιου του. Ήταν φριχτά απολυταρχικός και εγωιστής. Ούτε κανείς άλλος στο σπίτι του το πατρικό ή η γυναίκα του καταλάβαιναν το έργο του. Ήταν, έτσι, φριχτή η ζωή.
Δεν τα κατάφερνε με την καθημερινότητα και τους λογαριασμούς. Έπεφτε σταθερά έξω. Ευτυχώς βρήκε καλούς φίλους: τον Πισσαρό, τον Ρενουάρ, τον Μονέ, τον Μπάρμπα – Τανγκύ, τον συλλέκτη Βίκτωρ Σοκέ, που στάθηκαν, όπως έλεγε, το «ηθικό του στήριγμα».
Ο στενότερος φίλος του, ο Ζολά, φοβερά φιλόδοξος και δραστήριος, τον έσπρωξε να εργαστεί, ν’ αναδειχτεί. Του έδωσε όμως τη μεγαλύτερη πικρία, όταν στα 1886 δημοσίευσε το δέκατο τέταρτο μυθιστόρημα της σειράς των Ρουζόν-Μακάρ, όπου ο αξιοθρήνητος ήρωας, ο Κλώντ Λαντιέ, ήταν ολοφάνερα, ο ίδιος ο Σεζάν. Δεν ξαναμίλησαν από τότε, παρόλο που είχαν φιλία τριάντα χρόνων.
Τις γυναίκες τις φοβόταν. Δεν χρησιμοποίησε, μεγάλος πια, ποτέ γυμνό μοντέλο. Τα γυμνά του τα ζωγράφιζε με βάση σχέδιά του, από την εποχή που σπούδαζε.
Λίγο μετά τον πόλεμο του 1870 πήρε σπίτι του ένα παλιό του μοντέλο, την Ορτάνς Φινέ. Το 1872 απέκτησαν ένα παιδί. Δεν είπε τίποτε στον πατέρα του, φυσικά, και νομιμοποίησε τη σχέση του μόνο ύστερα από συμβίωση εικοσιέξι χρόνων. Αν δεν είχε παιδί ποτέ, ίσως, δε θα είχε τολμήσει να παντρευτεί. Εξάλλου τον περισσότερο καιρό αυτός και η γυναίκα του μένανε χωριστά. Εκείνη μισούσε την Προβηγκία όπου πήγαινε με το ζόρι. Κι ο Σεζάν προτιμούσε να έμενε με τη μητέρα και την αδελφή του Μαρία, παρά με τη γυναίκα του. «Η Ορτάνς, έλεγε ο ζωγράφος, αγαπάει μόνο την Ελβετία και τη λεμονάδα». Μπορούσε να του δώσει κουράγιο αυτή η γυναίκα;
Εκείνος εξακολουθούσε τη δουλειά του, προσπαθώντας ολοένα να τελειοποιήσει την τεχνική του. Σε στιγμές θλίψης παρομοίαζε τον εαυτό του με τον Φρανχοφέρ, τον ήρωα του Μπαλζάκ, στο «Άγνωστο Αριστούργημα». Σπανιότατα τον άκουγαν να υπερηφανεύεται: «Θα κάνω τον ιμπρεσσιονισμό κάτι στέρεο και παντοτινό». Απέβλεπε στο να δώσει στον πίνακα τις φόρμες, τη δομή και τους όγκους ενός αρχιτεκτονικού έργου. Νεκρές φύσεις, πορτραίτο, τοπία κάτω απ’ τον χρωστήρα του έπαιρναν μια απίστευτη πυκνότητα και οντότητα.
Η προσπάθειά του υπήρξε θεμελιακή για την τέχνη. Το έργο του επηρέασε αμέτρητους ζωγράφους και είναι σταθμός για την γέννηση της νεότερης τέχνης. Δεν πρόκειται μόνο για ένα θαυμάσιο ζωγράφο, αλλά και για ένα σταθμό της Ιστορίας την Τέχνης.
Ο ίδιος θέλησε να τον παραδεχτούν χωρίς να το καταφέρει. Δεν τον δέχονταν στις επίσημες εκθέσεις και, όταν κάποτε του πήραν ένα-δύο πίνακες, αυτό έγινε από λύπη, και ύστερα από πίεση ισχυρών προσώπων, από «φιλανθρωπία». Και κανείς δεν πρόσεξε τα μηνύματα της Τέχνης του τότε.
Μόνο από το 1896 άρχισε κάπως ν’ ακούγεται, όταν ο έμπορος Αμβρόσιος Βολλάρ οργάνωσε την πρώτη μεγάλη έκθεση έργων του. Ήταν τότε 56 ετών, πρόωρα γερασμένος και άρρωστος από ζαχαροδιαβήτη. Πίστεψε κάπως στον εαυτό του, εκείνη την εποχή. Ήταν όμως αργά γιατί ήταν πια τελείως αποκαμωμένος. Οι επίσημοι κύκλοι τον κρατούσαν μακριά, ενώ οι νέοι έρχονταν να τον δουν. Όταν κάποτε, ο Οκτάβ Μαριμπώ ζήτησε να του δώσει η Διεύθυνση των Καλών Τεχνών παράσημο, ο Διευθυντής, ο Ρουζόν, απάντησε:
– Α, όχι! Αν θέλετε το δίνουμε στον Μονέ. Δε θέλετε αυτόν: τότε στον Σίσλεϋ. Τι; Πέθανε; Τότε στον Πισσαρό. Διαλέξτε τέλος πάντων όποιον άλλο θέλετε, αλλά μη μου ξανακάνετε λόγο γι’ αυτόν τον Σεζάν.
Ούτε στο Αίξ τον συμπαθούσαν. Ο Διευθυντής του εκεί Μουσείου είχε δηλώσει, και κράτησε το λόγο του, ότι ποτέ -εφόσον εκείνος ζούσε- δε θα έμπαινε στη Πινακοθήκη του Μουσείου πίνακας του Σεζάν.
Πολλοί φώναζαν καθώς περνούσε ο ζωγράφος από τον δρόμο: «Να τον τουφεκίσετε αυτόν τον παλιοζωγράφο». Τα παιδιά του πέταγαν πέτρες. Οι εφημερίδες τον έβριζαν.
Ο πατέρας του, του συνέτριψε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Οι επίσημοι κύκλοι την υπόλοιπη ζωή του. Ο Ζολά τον πρόδωσε. Τίποτα δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Ούτε ο γάμος του. Η αρρώστια τον καταρράκωσε.
Στα τέλη της ζωής του έλεγε στους φίλους του κάποτε ότι ήθελε να πεθάνει ζωγραφίζοντας. Θα έλεγε κανείς πως είχε κάνει όρκο να πεθάνει ζωγραφίζοντας κι η επιθυμία του αυτή, ίσως, ήταν και η μόνη που πραγματοποιήθηκε. Στις 15 Οκτωβρίου του 1906, καθώς σχεδίαζε ένα τοπίο έπιασε δυνατή βροχή. Έμεινε να ζωγραφίσει και δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Όταν αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του έτρεμε από τον πυρετό. Στο δρόμο λιποθύμησε και σωριάστηκε καταγής. Εκεί τον βρήκε ένας αμαξάς που μετέφερε ρούχα για πλύσιμο. Τον πήγε στο σπίτι του μισοπεθαμένο. Μια εβδομάδα αργότερα πέθανε, στα 67 του χρόνια. Και είναι συγκλονιστικό ότι μέσα στον πυρετό του έγραψε την τελευταία επιστολή της ζωής του: «Κύριε πέρασαν 10 ημέρες που σας ζήτησα χρώματα Νο 7 κι ακόμη δεν είχα απάντηση. Τι συμβαίνει; Απαντήστε μου γρήγορα σας παρακαλώ».
Ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου.
Αν ρίξουμε μια ματιά στους μεγάλους Γάλλους ζωγράφους των αρχών του αιώνα μας, σίγουρα θα προβάλει κυρίαρχη, παράξενη και ανήσυχη η μορφή του Πωλ Σεζάν. Το πλησίασμά του θέλει πολλή λεπτότητα και φιλική διάθεση. Τα αριστουργήματα που βγήκαν από τα θαυμαστά χέρια του, συχνά δίνουν μια αίσθηση απίστευτης μεγαλοπρέπειας, αρχοντικής ηρεμίας. Κι όμως ο άνθρωπος που τα δημιούργησε ήταν αεικίνητος, ανήσυχος, γεμάτος μανίες και φοβίες.
Σίγουρα αυτό το χαρακτηριστικά, που στον Σεζάν ήταν πολύ έντονα, ανήκουν -κατά βάθος- σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Πώς θα μπορούσε όμως κανείς να σταθεί και να κατηγορήσει το μεγάλο ζωγράφο για την ένταση που είχε μέσα του, μέσα στη δική του ψυχή, όταν μεγάλωσε έχοντας πατέρα τον Λευί Ογκύστ Σεζάν, τον τραπεζίτη του Αίξ, έναν άνθρωπο αφάνταστης αυταρχικότητας.
Ο Εμίλ Ζολά -παλιός συμμαθητής του στο κολέγιο του Αίξ- είχε τόσο για το φίλο του όσο και για τον εαυτό του, πολύ μεγάλες φιλοδοξίες. Όταν έφυγε απ’ το Αίξ για να μείνει στο Παρίσι, πίεσε αφάνταστα τον Σεζάν να τον ακολουθήσει. Πάλεψε μήνες ολόκληρους μαζί του. Δεν υποχώρησε όμως. Τον αγαπούσε παρ’ όλες τις δυσκολίες του χαρακτήρα του. Ήξερε καλά, πίστευε πως ο Σεζάν ήταν ο «καλύτερος άνθρωπος του κόσμου». Έτσι, στο τέλος, πέτυχε αυτό που είχε θελήσει.
Την εποχή εκείνη μόνο μια αίθουσα εκθέσεων υπήρχε στο Παρίσι. Όμως, για να γίνει δεκτός ένας ζωγράφος έπρεπε η τέχνη του να μην ξεμακραίνει από την ακαδημαϊκή γραμμή. Οι νέοι ζωγράφοι ήταν έξαλλοι και δημιουργούσαν τέτοιες φασαρίες στους ιθύνοντες ώστε ο ίδιος ο Ναπολέων ο Γ΄, όταν έμαθε τα συμβαίνοντα, φρόντισε ν’ ανοίξει ένα δωμάτιο, μία νέα αίθουσα, όπου θα εξέθεταν τα έργα τους οι αποκλεισμένοι. Φυσικά ο Σεζάν, δεν ήταν ποτέ ακαδημαϊκός, ούτε συμπαθούσε τη γραμμή τους. Αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά. Γιατί δεν δέχονταν τα έργα του. Διαρκώς τον απέκλειαν. Για πολλά χρόνια δεν τον ένοιαζε αυτό το γεγονός. Τους ειρωνευόταν μόνο. «Ζωγραφίζω όπως βλέπω», έλεγε. «Πασχίζω να δώσω τις εντυπώσεις μου, με τη δύναμη που νιώθω πως έχω. Κι οι επικριτές μου βλέπουν όπως κι εγώ. Όμως δεν τολμούν να το πουν. Κάνουν ζωγραφική του σαλονιού. Εγώ έχω το θάρρος της γνώμης μου και θα γελάσει καλύτερα όποιος γελάσει τελευταίος».
Οι γραμμές του ήταν έντονες στο σχέδιο. Οι κινήσεις αδρές. Χρησιμοποιούσε πολύ το πράσινο. Δεν τον ένοιαζε τίποτε πέρα από την έκφραση, την πιο αληθινή. Ως τον πόλεμο του 1870 ζωγράφιζε με ρομαντική μάλλον έμπνευση. Τον καιρό των εχθροπραξιών δεν είχε καμιά απήχηση μέσα του το γεγονός του πολέμου – έζησε σ’ ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία, το Εστάκ. Εκεί η τέχνη του άρχισε ν’ ανεβαίνει σημαντικά.
Η οριστική διαμόρφωση της τεχνικής του πραγματώθηκε μόνο στα 1872, όταν πήγε στου Ουαζί να εργαστεί κοντά στον Πισσαρό, που είχε μεγάλη επίδραση σε πολλούς νέους ζωγράφους του καιρού του. Και πάνω στον Σεζάν ο ρόλος του ήταν κεφαλαιώδης: «Ο χαρακτήρας του νέου ήταν εντονότατος και επαναστατικός. Για να ζωγραφίσει όμως τα έργα του, χρειαζόταν να βάζει τον εαυτό του σε πειθαρχία, να υποτάσσεται θεληματικά». Ο Πισσαρό, τον έκανε να καταλάβει αμέσως την αξία της πειθαρχίας. Ο ίδιος ο Πισσαρό αγαπούσε πολύ να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο, να δίνει έντονα, φωτεινά χρώματα. «Να ζωγραφίζεις πάντα με τα τρία βασικά χρώματα και τις αποχρώσεις τους», έλεγε στο Σεζάν. Τον συμβούλευε να ερμηνεύει με απλότητα τις οπτικές του εντυπώσεις. Το μάθημα στάθηκε πολύτιμο για το νέο. Η τέχνη του ωρίμασε. Ο Πισσαρό χαιρόταν για την πρόοδό του. «Έχει δύναμη αφάνταστη αυτός ο άνθρωπος» έλεγε. Κι αν μείνει λίγο καιρό ακόμη εδώ, πολλές εκπλήξεις θα νιώσουν αυτοί που βιάστηκαν να τον καταδικάσουν.
Με την προστασία του Πισσαρό ο Σεζάν πήρε μέρος μαζί με τον Κλωντ Μονέ, τον Ρενουάρ, τον Σίσλεϋ, τον Γκιγιωμέν, στην πρώτη έκθεση των εμπρεσσιονιστών, στα 1874. Είναι γνωστή η αντίδραση που δημιούργησαν τότε οι «αναιδείς» εκείνοι καλλιτέχνες – έτσι εκφράστηκε η κριτική για το έργο τους. Ο κριτικός Μάρκ ντε Μοντιφώ είπε για τον Σεζάν ότι έμοιαζε «μ’ ένα είδος τρελού που στην ώρα της δουλειάς του τον κυρίεψε ντελίριουμ τρέμενς». Ακόμη βαρύτερα σχόλια ακούστηκαν στην τρίτη έκθεση των ιμπρεσσιονιστών στα 1877, όπου ο Σεζάν παρουσίασε 15 περίπου έργα του. Το κοινό μαζευόταν γύρω από τα έργα του γελώντας ή σφίγγοντας τις γροθιές του. Οι κριτικοί γράφανε πως «τα παιδιά ζωγραφίζουν καλύτερα».
Ο Σεζάν πικράθηκε πολύ. Στα χρόνια της νεότητάς του αντιμετώπισε αδιαφορία και όχι αναγνώριση. Τώρα όμως λαχταρούσε τη στιγμή που θα τον παραδέχονταν. «Η ζωή είναι φρικτή» έλεγε ολοένα, τότε, γεμάτος θλίψη. Προσπάθησε να ξεμακρύνει από τις παρέες των εμπρεσσιονιστών και τις εκδηλώσεις τους, αγωνίστηκε να γίνει δεκτός στο επίσημο Σαλόνι. «Μόνο την απομόνωση πέτυχα», έλεγε με πίκρα ο ίδιος.
Βυθισμένος στη μοναξιά, αναζήτησε ζωγραφικές λύσεις ολοένα πιο σύνθετες, μακριά απ’ το θόρυβο του Παρισιού, βλέποντας πολύ σπάνια μερικούς φίλους του. Η απομόνωση του όξυνε τις παραξενιές του χαρακτήρα του. Μια μέρα ο Μονέ τον κάλεσε στο Ζιβερνύ μαζί με τον Ροντέν, τον Κλεμανσώ, τον Οκτάβ Μιρμπώ και τον τεχνοκρίτη Ζεφρουά. Ο Μονέ γνωρίζοντας καλά τον Σεζάν, φοβόταν στη συνάντηση κάποιο ξέσπασμα του ζωγράφου. Δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντίθετα, εκείνη την ημέρα, ο Σεζάν υπήρξε αληθινά αξιαγάπητος. Χαιρόταν που γνώρισε όλους αυτούς τους μεγάλους ανθρώπους. Παίρνοντας, κατά μέρος, τον Μιρμπώ και το Ζεφρουά, με δάκρυα στα μάτια τους μουρμούρισε: «Ο κύριος Ροντέν δεν είναι ψηλομύτης. Μου έσφιξε το χέρι. Ένας άνθρωπος με τόση αξία». Η υπερδιέγερσή του έφτασε στο κατακόρυφο μετά το φαγητό. Την ώρα που θα κάνανε περίπατο στον κήπο, γονάτισε εμπρός στον Ροντέν, καταμεσής σε μια αλλέα, για να τον ευχαριστήσει που του είχε σφίξει το χέρι!
Ο Σεζάν άτυχος παντού, ούτε την παρηγοριά της γυναικείας τρυφερότητας δε γνώρισε. Παντρεύτηκε, αλλά η γυναίκα του, που δεν νοιαζόταν διόλου για το έργο του, ζούσε τον περισσότερο καιρό μακριά του. Αν ήθελε να την κάνει να γυρίσει κοντά του, έπρεπε να πάψει να τις στέλνει χρήματα. Στα πενήντα του χρόνια του εκδηλώθηκε διαβήτης. Και η αρρώστια αυτή σκοτείνιασε πιο πολύ τις, ήδη, γκρίζες του ημέρες.
Για πολύ καιρό το μόνο μέρος στο Παρίσι, όπου μπορούσε κανείς να δει έργα του Σεζάν, ήταν το μαγαζί ενός εμπόρου χρωμάτων, στην οδό Κλωζέλ, της Μονμάρτρης, του μπαρμπα – Τανγκύ. Ο γεροντάκος αγαπούσε πολύ τους νέους ζωγράφους, αυτούς που είχαν κάτι καινούργιο στη ζωγραφική. Σεβόταν πολύ τον «Κύριο Σεζάν» και είχε αγοράσει έργα του, που τα έδειχνε στους πελάτες του. Έτσι ο Σεζάν απόχτησε ένα μικρό σχετικά -όμως πιστότατο- κύκλο θαυμαστών. Ανάμεσά τους, δε, ήταν και μερικοί νέοι ζωγράφοι.
Στα 1891, ο Εμίλ Μπερνάρ έγραψε γι’ αυτόν ένα μικρό βιβλίο. Στα 1892 ο Ζωρζ Λεκόντ στο βιβλίο του για την Εμπρεσσιονιστική Σχολή, μιλώντας για τον Σεζάν γράφει: «Η τέχνη του είναι γεμάτη υγειά και ακεραιότητα. Τη διακρίνει αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια. Όταν πέθανε, στα 1894, ο μπαρμπα – Τανγκύ και πουλήθηκε η καλλιτεχνική του συλλογή, έξι πίνακες του Σεζάν πουλήθηκαν 225.000 γαλλικά φράγκα.
Τους πέντε από τους έξι πίνακες του Σεζάν, τους αγόρασε ένας νέος έμπορος πινάκων, ο Αμβρόσιος Βολλάρ, που οργάνωσε σε λίγο την πρώτη έκθεση με έργα του Σεζάν και μόνο. Ο Βολλάρ, που αγαπούσε πολύ τα ωραία ανέκδοτα, διηγούταν με πολύ κέφι πως κατάφερε να βρει τα ίχνη του ζωγράφου. Ο Σεζάν του έστειλε 150 έργα του, όπως του είχε ζητηθεί από τον νεαρό έμπορο, αλλά δεν έφυγε απ’ το Αίξ.
Η έκθεση του 1895 στάθηκε σημαντική για τη μοίρα του Σεζάν. Αμέσως κινήθηκε η προσοχή όλων. Με ακράτητο ενθουσιασμό σχολιάστηκαν τα έργα του, παρόλο που δεν έλειψαν οι αντίθετες απόψεις. Η επιτυχία του αυτή δεν του έκανε την παραμικρή εντύπωση. Δεν πίστευε πλέον τίποτε αυτός ο ίδιος, ή μάλλον δεν ήταν σε θέση να την συνειδητοποιήσει. Είχε φτάσει πολύ αργά. Από το 1899, ο πίνακάς του «Χιόνι που λιώνει στο δάσος του Φοντεναιμπλώ» αποτιμήθηκε 1.700.000 γαλλικά φράγκα. Ο ζωγράφος όμως και πάλι δεν μπόρεσε να πειστεί για την αξία της ίδιας του της ζωγραφικής. «Κάτι μου ετοιμάζουν, θαρρώ», έλεγε.
«Αναρωτιέμαι, έλεγε μερικές φορές, μήπως είμαι τρελός στ’ αλήθεια». Πάντα φοβόταν τις γυναίκες και σπάνια τις είχε χρησιμοποιήσει ως και για μοντέλα ακόμη. «Οι γυναίκες είναι μοσχάρια, μόνο τον υπολογισμό ξέρουν», μουρμούριζε. Για να φτιάξει τον πίνακα αυτό -τις γνωστές του «Λουόμενες»- χρησιμοποιούσε σχέδια που είχε κάνει νέος, ή παρακολουθούσε στην άκρη του μικρού ποταμού που περνάει από το Αίξ τους στρατιώτες του Αίξ που έκανα μπάνιο στα νερά του. Μια μέρα είπε σ’ ένα φίλο του, που πήγε να τον δει: «εσύ που βλέπεις γυναίκες, δε μου φέρνεις καμιά φωτογραφία»!
Ο Σεζάν είναι μόνος. Δε ζητάει πιστούς. Δε θα μπορούσαμε να πούμε πως παλεύει ενάντια σε κάτι ή σε κάποιον. Δε θέλει τίποτα να γκρεμίσει, θέλει να οικοδομήσει. Δε θέλει να επιβάλει σε κανέναν τη ντροπή του ή τη σιωπή του, ούτε καν σ’ εκείνους που τους θεωρεί ανυπόφορους και φλύαρους. Και αν επίτηδες κατηγορεί μερικούς φρικτούς ζωγράφους των επίσημων Σαλόν, που αρνούνται να δεχτούν έργα που τους στέλνει, το κάνει -μόνο και μόνο- γιατί τον εμποδίζουν να ακουστεί.
Ο Σεζάν δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να βάλει μια πινελιά χωρίς να το σκεφτεί για πολύ. Και αν η σκέψη του έφτανε στην αμφιβολία, σταματούσε τη δημιουργία αναβάλλοντας για αργότερα την επιλογή του τόνου που θα συνέθετε στην παλέτα του. Παράλληλα, σιχαίνεται το συμβιβασμό. Αγνοεί την άνεση, τον ευτυχισμένο αισθησιασμό του αισιόδοξου Ρενουάρ. Αποσύρεται και συγκεντρώνεται, είναι το αντίθετο του λυρικού. Δεν παραδέχεται την ευγλωττία, ούτε τις παγίδες που του στήνει -ή που θα μπορούσε να του στήσει- η φύση. Τη λατρεύει και σέβεται τη φύση, χωρίς όμως να τη θέλει γοητευτική. Στα μάγια της αντιτάσσει τη δύναμη μιας αυστηρής ανάλυσης. Θα παραγνωρίζαμε το Σεζάν αν τον τοποθετούσαμε ανάμεσα στους εμπρεσσιονιστές. Εκείνο που αυτοί προσπαθούν να εκφράσουν, είναι γενικά πολύ παροδικό για να τραβήξει ένα ζωγράφο βραδυκίνητο, πεισματάρη που του είναι απαραίτητη μια μακρά προετοιμασία θεώρησης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1) Οι γίγαντες του πνεύματος. Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Γραμμάτων και Τεχνών. Τόμος 9ος. Εκδόσεις «Πολιτισμός».
2) Οι μεγάλοι ζωγράφοι από το 19ο ως τον 20ο αι. Εκδόσεις «Fabbri-Μέλισσα».
3) Blunden M., Daval J.L., Journal de l’Impressionisme, Skira, Geneve, 1980.
4) Francastel P., l’Impressionisme (1937), Denoel/Gonthier, 1974, Paris.
5) Monneret S., l’impressionnisme et son epoque, Denoel, Paris, 1978, 1981.
6) Rewald J., Histoire de l’impressionnisme (1946), Albin Michel, Paris, 1965.
7) Larousse, Ιστορία της τέχνης. Τόμος 4ος, εκδόσεις «Βιβλιόραμα». Αθήνα 1994. ISBN 2-03-509306-6.