Αγία Ευγενία. Βίος
Η Αγία Ευγενία, κόρη του Φιλίππου, ηγεμόνα της Αιγύπτου, έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Παρόλο που ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης, κυβερνούσε δίκαια, αγαπούσε τους καλούς και τιμωρούσε αυστηρά τους κακούς. Ο Φίλιππος έστειλε τους Χριστιανούς να κατοικούν έξω από τα τείχη της πόλης, ακολουθώντας τις εντολές του τότε αυτοκράτορα, αλλά δεν τους μισούσε, γιατί αναγνώριζε τη σωφροσύνη και την ευσέβειά τους.
Η Ευγενία έλαβε επιμελημένη μόρφωση, μαθαίνοντας ελληνικά και λατινικά, και διακρίθηκε για την εξυπνάδα της. Στα δεκαπέντε της χρόνια, ένας Ρωμαίος ύπατος, ο Ακυλίνος, ζήτησε το χέρι της από τον πατέρα της. Η Ευγενία, όμως, αρνήθηκε, δηλώνοντας την επιθυμία της να διατηρήσει την παρθενία της. Είχε ήδη αρχίσει να μελετά χριστιανικά βιβλία, τα οποία έβρισκε πιο αληθινά από τα ειδωλολατρικά. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, οι οποίες την οδήγησαν στην πίστη στον αληθινό Θεό.
Η ανάγνωση του αποσπάσματος “Πού σοφός; Πού γραμματεύς;… ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον” (Α’ Κορ. 1, 20-25) την ώθησε να εγκαταλείψει την “στείρα φιλοσοφία” και να ακολουθήσει τον Λόγο του Θεού.
Φοβούμενη τους γονείς της, κράτησε μυστική την πίστη της.
Ζητώντας άδεια από τους γονείς της να επισκεφθεί τα κτήματά τους έξω από την πόλη, η Ευγενία, συνοδευόμενη από τους πιστούς ευνούχους της, Πρώτα και Υάκινθο, έφυγε κρυφά για να βρει ένα μοναστήρι. Στην περιοχή βρισκόταν η μονή του Θεοδώρου, υπό την πνευματική καθοδήγηση του Επισκόπου Ελένου, ο οποίος φημιζόταν για την ενάρετη ζωή του και τα θαύματά του. Στο δρόμο, συνάντησαν τον Επίσκοπο και τους πιστούς, οι οποίοι έψαλλαν ύμνους.
Ένας άνδρας, ο Ευτρόπιος, τους μίλησε για τον Επίσκοπο και τα θαύματά του, συμπεριλαμβανομένου και ενός περιστατικού με έναν μάγο, τον Ζαρέα, ο οποίος ισχυριζόταν ψευδώς ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού. Ο Επίσκοπος, για να αποδείξει την αλήθεια, προκάλεσε τον Ζαρέα να μπουν μαζί στη φωτιά. Ο Επίσκοπος με τη χάρη του Θεού δεν έπαθε τίποτα, ενώ ο Ζαρέας κάηκε, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια του Ελένου.
Η Ευγενία, εμπνευσμένη από τα λόγια του Ευτρόπιου, ζήτησε να γίνει μοναχή. Κουρεύοντας τα μαλλιά της και ντυμένη με αντρικά ρούχα, παρουσιάστηκε στον Επίσκοπο ως Ευγένιος, μαζί με τους ευνούχους της, που είχαν πάρει τα ονόματα Πρωτάς και Υάκινθος. Ο Επίσκοπος, έχοντας δει σε όραμα μια γυναίκα να ζητά να την οδηγήσει στον Κτίστη της, κατάλαβε το μυστικό της Ευγενίας. Τους βάπτισε και τους έκανε μοναχούς, προτρέποντας την Ευγενία να δείξει το “ευγενές της ψυχής μάλλον ή του σώματος”.
Στο μεταξύ, οι γονείς της, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, θρηνούσαν για την εξαφάνισή της. Είχαν ψάξει παντού, ρωτώντας γεωργούς, εμπόρους, μάντεις, αλλά μάταια. Απελπισμένος, ο Φίλιππος ζήτησε από τους ιερείς να ρωτήσουν τους θεούς. Εκείνοι, θέλοντας να τον καθησυχάσουν, απάντησαν ότι οι θεοί, θαυμάζοντας την ομορφιά της, την είχαν πάρει στον ουρανό και την έκαναν θεά. Ο Φίλιππος, παρηγορημένος, έδωσε εντολή να φτιαχτεί χρυσό άγαλμα της Ευγενίας, το οποίο λατρευόταν ως θεά.
Η Ευγενία, στο μοναστήρι, ξεπέρασε όλους τους μοναχούς στην αρετή και την άσκηση. Ήταν η πρώτη στην ακολουθία και η τελευταία που έφευγε, έδειχνε αγάπη σε όλους και ταπείνωση, τηρώντας πιστά τις εντολές του Θεού. Αξιώθηκε να κάνει πολλά θαύματα, θεραπεύοντας κάθε ασθένεια. Ο Πρωτάς και ο Υάκινθος προσπαθούσαν να την μιμηθούν.
Μετά από τρία χρόνια, ο ηγούμενος της μονής πέθανε, και οι μοναχοί, αγνοώντας το μυστικό της, ζήτησαν από την Ευγενία να γίνει ηγούμενος. Εκείνη δέχτηκε, αλλά συνέχισε να κάνει τις πιο ταπεινές εργασίες, διατηρώντας την ταπείνωσή της. Σκούπιζε τη μονή, κουβαλούσε νερό, έκοβε ξύλα. Κυβερνούσε τη μονή με σοφία και αγάπη, κάνοντας πολλά καλά έργα.
Κάποια στιγμή, μια πλούσια γυναίκα από την Αλεξάνδρεια, η Μελανθία, αρρώστησε βαριά. Ακούγοντας για τα θαύματα του Ευγένιου, πήγε στο μοναστήρι και ζήτησε βοήθεια. Η Ευγενία τη θεράπευσε, και η Μελανθία, ευγνώμων, της έστειλε δώρα. Η Ευγενία τα επέστρεψε, λέγοντας ότι οι μοναχοί δεν χρειάζονταν χρήματα, και προέτρεψε τη Μελανθία να τα μοιράσει στους φτωχούς.
Η Μελανθία, όμως, παρακινούμενη από τον Διάβολο, άρχισε να πηγαίνει συχνά στη μονή, ερωτευμένη με τον Ευγένιο, τον οποίο νόμιζε για άντρα. Σκοτισμένη από το πάθος της, προσπάθησε να τον ξεγελάσει, προσποιούμενη ασθένεια και ζητώντας να την επισκεφθεί.
Η Ευγενία, μη μπορώντας να κατανοήσει τις προθέσεις της, δέχτηκε να την δει. Η Μελανθία τότε της φανέρωσε τον έρωτά της, προσφέροντάς της πλούτη και απολαύσεις. Η Ευγενία, όμως, αγανακτισμένη, την απέρριψε, δηλώνοντας την αφοσίωσή της στον Χριστό.
Η Μελανθία, θυμωμένη και φοβούμενη μήπως η Ευγενία αποκαλύψει την πρόθεσή της, κατέφυγε στον έπαρχο Φίλιππο, διαβάλλοντας την Ευγενία. Ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ο Ευγένιος, προσποιούμενος τον ευσεβή, την παρενόχλησε. Ο Φίλιππος, εξοργισμένος, διέταξε τη σύλληψη του Ευγένιου και όλων των μοναχών της μονής, 300 στον αριθμό. Τους φυλάκισαν και τους απείλησαν με θάνατο.
Η Μελανθία, σκληρή και άσπλαχνη, επιμένει στην ψευδή της κατηγορία και φέρνει και ψευδομάρτυρα, μια δούλη της. Στο δικαστήριο, η Ευγενία, βλέποντας την αδικία και την απειλή κατά των μοναχών, αποφάσισε να αποκαλύψει την ταυτότητά της. Έσχισε τα ρούχα της, φανερώνοντας ότι ήταν γυναίκα, και δήλωσε στον Φίλιππο: “Γνώριζε, ότι είμαι η θυγατέρα σου Ευγενία”.
Η αποκάλυψη προκάλεσε αγαλλίαση. Οι γονείς της έτρεξαν να την αγκαλιάσουν, κλαίγοντας από χαρά, ενώ οι χριστιανοί που είχαν συγκεντρωθεί για να θάψουν τα λείψανα των μοναχών, άρχισαν να ψάλλουν δοξολογίες. Ο Φίλιππος, βλέποντας τα θαύματα του Θεού, βαπτίστηκε χριστιανός, μαζί με την γυναίκα του και τους γιους του.
Ο Φίλιππος, με τη συγκατάθεση των αυτοκρατόρων, επέτρεψε στους χριστιανούς να κατοικούν ελεύθερα στην Αλεξάνδρεια και να έχουν ναούς. Λίγο αργότερα, όμως, ζηλότυποι ειδωλολάτρες τον κατηγόρησαν στους αυτοκράτορες ότι αρνήθηκε τους θεούς. Οι αυτοκράτορες, Σεβήρος και Αντωνίνος, τον διέταξαν να επιστρέψει στην λατρεία των θεών ή να χάσει τα αξιώματά του.
Ο Φίλιππος, πιστός στην πίστη του, πούλησε την περιουσία του, μοιράζοντας τα χρήματα σε εκκλησίες, μοναστήρια και φτωχούς. Στη συνέχεια, χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αλεξανδρείας.
Οι αυτοκράτορες, μαθαίνοντας για την χειροτονία, έστειλαν τον Τερέντιο ως νέο έπαρχο, με εντολή να σκοτώσει κρυφά τον Φίλιππο. Ο Τερέντιος δωροδόκησε κάποιους να δολοφονήσουν τον Φίλιππο, ενώ προσευχόταν στο ναό. Ο Φίλιππος έζησε τρεις μέρες μετά τον τραυματισμό του, διδάσκοντας τους χριστιανούς και ενισχύοντας την πίστη τους. Πέθανε ένα χρόνο και τρεις μήνες μετά τη χειροτονία του και ενταφιάστηκε στην εκκλησία που ο ίδιος είχε χτίσει.
Η Κλαυδία, η μητέρα της Ευγενίας, έχτισε ένα ίδρυμα για τους ασθενείς και τους ξένους. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Ρώμη με τα παιδιά της. Οι Ρωμαίοι τίμησαν την οικογένεια, δίνοντας αξιώματα στους γιους της. Η Κλαυδία, η Ευγενία, ο Πρωτάς και ο Υάκινθος έμειναν στην οικία τους, ζώντας ενάρετα. Η Ευγενία νουθετούσε τις κόρες των αρχόντων να ζουν με παρθενία και ευσέβεια.
Μια όμορφη κοπέλα από βασιλικό γένος, η Βασίλλα, μνηστευμένη με τον Πομπήιο, επιθυμούσε να γίνει χριστιανή. Ακούγοντας για την Ευγενία, της έστειλε γράμμα, ζητώντας να μάθει για την πίστη. Η Ευγενία, αντί να της στείλει γραπτώς, της έστειλε τον Πρώτα και τον Υάκινθο, μεταμφιεσμένους σε δούλους, για να την διδάξουν. Η Βασίλλα βαπτίστηκε κρυφά από τον Αρχιεπίσκοπο Κορνήλιο. Η Ευγενία και η Βασίλλα έγιναν στενές φίλες, και μαζί οδήγησαν πολλούς στον Χριστό.
Λίγο αργότερα, ανέβηκαν στο θρόνο οι Βαλεριανός και Γαλλιηνός, οι οποίοι εξαπέλυσαν διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Αρχιεπίσκοπος Κορνήλιος αναγκάστηκε να κρύβεται. Η Ευγενία, σε μια συνάντησή της με την Βασίλλα, προφήτεψε τον μαρτυρικό θάνατο της φίλης της. Η Βασίλλα, με τη σειρά της, προφήτεψε ότι η Ευγενία θα λάβει δύο στεφάνια, ένα για τους αγώνες της στην Αίγυπτο και ένα για τον μαρτυρικό θάνατο που την περίμενε στη Ρώμη.
Μια δούλη της Βασίλλας, θέλοντας να κάνει κακό, αποκάλυψε στον Πομπήιο ότι η Βασίλλα είχε γίνει χριστιανή. Ο Πομπήιος, θυμωμένος, πίεσε τον θείο της Βασίλλας να γίνουν γρήγορα οι γάμοι. Ο θείος, όμως, απάντησε ότι η Βασίλλα, essendo maggiorenne, μπορούσε να αποφασίσει μόνη της.
Ο Πομπήιος, απελπισμένος, κατήγγειλε στους αυτοκράτορες την Ευγενία και τους χριστιανούς. Υποστήριξε ότι οι χριστιανοί, καταφρονώντας τους νόμους, δημιουργούσαν προβλήματα στην κοινωνία.
Οι αυτοκράτορες διέταξαν την Βασίλλα να παντρευτεί τον Πομπήιο ή να θανατωθεί, και την Ευγενία να θυσιάσει στους θεούς ή να βασανιστεί μέχρι θανάτου. Η Βασίλλα, ατρόμητη, δήλωσε την πίστη της στον Χριστό και αρνήθηκε τον Πομπήιο. Αποκεφαλίστηκε και παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.
Ο Πρωτάς και ο Υάκινθος, οδηγημένοι βιαίως στο ναό του Δία, αρνήθηκαν να θυσιάσουν. Εκείνη τη στιγμή, το άγαλμα του Δία έπεσε και θρυμματίστηκε, κάνοντας τους ειδωλολάτρες να τρομάξουν. Ο έπαρχος Νικίτιος διέταξε την αποκεφάλισή τους.
Η Ευγενία, φερμένη ενώπιον του έπαρχου, κατηγορήθηκε για μαγεία. Εκείνη απάντησε ότι οι χριστιανοί με τη δύναμη του Θεού “κυριεύουν” τους ψεύτικους θεούς. Ο έπαρχος διέταξε να την πάνε στο ναό της Άρτεμης για να θυσιάσει.
Ενώ η Ευγενία προσευχόταν στον αληθινό Θεό, έγινε σεισμός και ο ναός κατέρρευσε, θρυμματίζοντας το άγαλμα της Άρτεμης. Οι ειδωλολάτρες, έντονα τρομοκρατημένοι, προσπάθησαν να την σκοτώσουν με διάφορους τρόπους. Την ρίχνουν στον Τίβερη με μια πέτρα δεμένη στον λαιμό της, αλλά η πέτρα λύνεται και η Αγία Ευγενία περπατά πάνω στο νερό. Την έβαλαν σε αναμμένη κάμινο, αλλά η Ευγενία δεν έπαθε τίποτα. Την φυλακίζουν σε σκοτεινό κελί για να πεθάνει από την πείνα, αλλά ο Χριστός στέλνει αγγέλους να την φροντίζουν.
Τελικά, την φυλάκισαν σε ένα βαθύ και σκοτεινό κελί, ελπίζοντας να πεθάνει από την πείνα. Ο Κύριος, όμως, έλαμπε στο κελί, και οι άγγελοι της έφερναν τροφή. Ο ίδιος ο Χριστός εμφανίστηκε στην Ευγενία, υποσχόμενος αιώνια δόξα και αναγγέλλοντας τον θάνατό της την ημέρα των Χριστουγέννων.
Στις 25 Δεκεμβρίου, η Ευγενία αποκεφαλίστηκε στη φυλακή. Η μητέρα της, θρηνώντας στον τάφο, είδε σε όραμα την Ευγενία, λαμπρή και στολισμένη, να την παρηγορεί και να της αναγγέλλει ότι σύντομα θα ξανασυναντηθούν στον παράδεισο. Η Κλαυδία, γεμάτη χαρά, ευχαρίστησε τον Θεό. Ρύθμισε τα εγκόσμια, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, και κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Αγία Ευγενία. Γιορτή
>Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Αγίας Ευγενίας, της Αγίας Βασίλλας, του Αγίου Μάρτυρος Φιλίππου και των Αγίων Πρωτά και Υακίνθου στις 24 Δεκεμβρίου.Απολυτίκιο της Αγίας Ευγενίας
Θείου Πνεύματος τη υμνωδία, φως προσέλαβες θεογνωσίας, Ευγενία Χριστού καλλιπάρθενε· και εν οσίων χορεία εκλάμψασα, αθλητικώς τον εχθρόν εθριάμβευσας. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε δωρίσασθαι ημίν το μέγα έλεος.